Εκκλησιάζουσαι. Aristophanes
ρήτορες μπορεί κανείς να βρίσκη.
Λένε πως και οι πούστηδες εκείν' οι νεανίσκοι
βγαίνουνε όλοι ρήτορες κι' από τους εκλεκτούς.
Μήπως κ ' εμείς δεν κάνουμε ίδια δουλειά μ' αυτούς;
Η’ ΓΥΝΗ
Δεν ξέρω η κακομοίρα·
μα γίνονται πολλά κακά εκεί που λείπ' η πείρα.
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Γι' αυτό κ' εμαζευθήκαμε λοιπόν 'ς αυτόν τον τόπο,
για να προμελετήσουμε, γειτόνισσες, τον τρόπο.
Κάμετε γρήγορα λοιπόν τα γένεια να κολλήσετε,
όσες εσχεδιάσατε πως πρέπει να μιλήσετε.
Θ' ΓΥΝΗ (προς την Η' Γυναίκα).
Κουτή, και ποια είν' από μας, όπου δεν έχει γλώσσα
που να μην κόβη τόσα;
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Βάλτε τα γένεια κάθε μια, την ώρα της μη χάνη,
κι' ας γίνη άνδρας· εγώ δε θα βάλω το στεφάνι,
και γένεια θα κολλήσω
αν ίσως και μου κατεβή μπροστά σας να μιλήσω.
(Εκτελούν όλαι).
Β’ ΓΥΝΗ
Γλυκειά μου Πραξαγόρα,
σκέψου, καϋμένη, τώρα —
αστεία κάπως φαίνεται η γενειάδ' αυτή.
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Αστεία; και γιατί;
Β’ ΓΥΝΗ (εφαρμόζουσα την γενειάδα).
Μα έτσι, με τα γένεια μας και σαγονοδεμένες,
μοιάζουμε όλες με σουπιές απ' τη φωτιά καϋμένες.
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ (λαμβάνουσα ύφος κωμικώς σοβαρόν).
Ο υπηρέτης του βωμού τη γάττ' ας τριγυρίση
κι' ας έβγη με το αίμα της της έδρες να ραντίση.
Ε! Αριφράδη! σώπασε! – Και λόγο ποιός θα βγάλη;
Θ' ΓΥΝΗ
Εγώ.
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Λαμπρά! να στέφανος, και βάλ' τον στο κεφάλι
Θ' ΓΥΝΗ εκτελούσα.
Να με λοιπόν!
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Έ, μίλησε!
Θ' ΓΥΝΗ
Έτσι το λες εσύ;
Πως θα μιλήσω δηλαδή προτού να πιω κρασί;
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Για ιδές· κρασί θέλει να πιή!
Θ' ΓΥΝΗ
Και βέβαια· γιατί
φορώ στεφάνι, βρε κουτή;
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Φύγε από 'δω εσύ, τρελλή!
γιατί τα ίδια, φαίνεται, θα φτιάσης στη Βουλή.
Θ' ΓΥΝΗ
Γιατί, παρακαλώ; γιατί;
δεν πίνουν στη Βουλή κι' αυτοί;
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Είσαι βεβαία; πίνουνε μέσ' στη Βουλή που πάνε;
Θ' ΓΥΝΗ
Κι' απ' το καλήτερο κρασί, μα τη θεά, ρουφάνε·
γι' αυτό κ' η κάθ' απόφασι, που απ' τη Βουλή μας βγαίνει
όταν μεθούν, είνε κι' αυτή σαν τούτους μεθυσμένη.
Ώ, μα τον Δία το θεό,
ρουφάνε, σου το βεβαιώ.
Και ποιά θα ήταν αφορμή τέτοια κακά να γίνουνε,
αν ίσως στη Βουλή κρασί δεν βρίσκανε να πίνουνε;
Μα μεθυσμένοι κάθονται και βρίζονται και βρίζουνε,
και οι τοξόται [μπαίνουνε στη μέση και χωρίζουνε,
και σπρώχνονται και σπρώχνουνε]
και τους μπεκρήδες διώχνουνε!
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Τράβα και κάτσε κάτω συ! Είσαι κολοκυθένια!
Θ' ΓΥΝΗ
Μα το θεό, το ήθελα να μείνω δίχως γένεια,
γιατί θα σκάσω απ' του κρασιού τη δίψα τη μεγάλη.
(αποσύρεται)
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Ε!