Εκκλησιάζουσαι. Aristophanes
εσύ, πως μίλησες με λέξεις γυναικίστικες;
Γ’ ΓΥΝΗ
Ου!.. ναι, μα τον Απόλλωνα!
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Παύσε και συ τη λίμα,
γιατί εγώ για τη Βουλή δεν κάνω ούτε βήμα,
αν ίσως δεν προγυμνασθώ.
(της αφαιρεί τον στέφανον από την κεφαλήν).
Γ’ ΓΥΝΗ
Φέρ' το στεφάνι πίσω·
τώρα μελέτησα καλά και θα το ξαναρχίσω.
(λαμβάνει τον στέφανον εκ νέου και την στάσιν του ρήτορος)
– Εγώ λοιπόν, γυναίκες μου..
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Γυναίκες, – συφορά σου, —
τους άνδρας πάλι κοπανάς που βλέπεις μπρος σου;
Γ’ ΓΥΝΗ
Στάσου!
μου φάνη τον Επίγονο πως είδα [από πίσω]
και με γυναίκες νόμισα πως πρέπει να μιλήσω.
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Γκρεμίσου απ' αυτού και συ, και κάθησε πειο κείθε?
θα πάρω εγώ το στέφανο και θα μιλήσω. – Είθε
την προσευχή μου οι θεοί ν' ακούσουν τουρανού,
και να 'πιτύχουν όλ' αυτά που μου 'ρθανε στο νου.
(Ανέρχεται επί λίθου και αγορεύει:)
Αγαπώ κ' εγώ τον τόπο, όπως σεις, ώ άνδρες, όλοι,
και γι' αυτό δεν υποφέρω όσα γίνονται στην πόλι.
Είνε όλ' οι άρχοντές μας παληανθρώποι πέρα-πέρα,
κι' αν φανή κανείς πως είνε αγαθός για μιαν ημέρα,
Θάνε μασκαράς για δέκα. 'Σ άλλον έδωκες τη θέσι;
άλλα θάχης' απ' τα χείρου στα χειρότερα θα πέση.
Δύσκολο κανείς να βάλη
νου και φρόνησι με λόγια σε ανόητο κεφάλι.
Σεις φοβείσθε πάντα όσους την αγάπη τους σας δίδουν
κι'όλο γλείφετε εκείνους, όπου πάντα σας προδίδουν.
Ήταν εποχή, ώ άνδρες, που Βουλές δεν λειτουργούσαν,
τον Αγύρριον εν τούτοις να τον βρίζουν δεν αργούσαν
τώρα πούχουμε Βουλή,
επαινούν αυτόν που δίδει τον παρά τον πειό πολύ·
κι' όποιος μερδικό δεν παίρνει, κρίνει άξιον θανάτου
όποιον βουλευτάς πληρώνει να κερδίζη τη δουλειά του.
Α’ ΓΥΝΗ
'Στην Αφροδίτη! μίλησες με φρόνησι μεγάλη.
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Την Αφροδίτη έπιασες, δυστυχισμένη, πάλι;
Λαμπρά θα τα κατάφερνες και στη Βουλή απάνω,
το ίδιο αν σου ξέφευγε.
Α’ ΓΥΝΗ
Μπα, δεν το ξανακάνω,
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ
Το νου σου, και φορές πολλές
μη συνηθίσης να το λες.
(Εξακολουθούσα την αγόρευσίν της).
Όταν καμμιά συμμαχία για την πόλι εσυμφωνείτο,
έλεγαν πως αν δεν γίνη, συμφορά τρανή θα ήτο·
κι' όταν εγινόταν πάλι,
έπεφταν σε στενοχώρια και 'ς απελπισία μεγάλη·
κι' απ' τους ρήτορας κανένας, ή για το 'να ή για τάλλο
συμβουλή αν είχε δώση, πάθαινε κακό μεγάλο.
Ο φτωχός, οπού για φόρο ούτ' ένα λεφτό δεν δίνει,
σκούζει πάντα πως ο στόλος πρέπει άφευκτα να γίνη,
από τάλλο δε το μέρος πλούσιοι και γεωργοί,
[πώχουνε παρά και γη],
δεν τον θέλουν. Είχες πρώτα με 'τους Κορινθίους γίνη
άσπονδος εχθρός, το ίδιο σ' εμισούσανε κ' εκείνοι·
τώρα έχουνε στο νου
φίλοι σου να γίνουν, τώρα φίλος τους