Ο Βίος του Χριστού. Farrar Frederic William
συ κληθήση Κηφάς·» δηλαδή: «Συ είσαι ο Σίμων, ο υιός της π ε ρ ι σ τ ε ρ ά ς· από τούδε και εις το εξής θα είσαι ως ο βράχος εις τον οποίον η περιστερά κτίζει την φωλεάν της». Ο Ιησούς έπαιζε βεβαίως με την λέξιν, αλλά το λογοπαίγνιον ήτο συμβολικόν και βαθύτατον. Μόνον οι ανόητοι και οι αμαθείς θα ίδουν εις τούτο παρεκτροπήν από της αξιοπρεπείας του Χριστού. Η κεκρυμμένη σημασία των λέξεων υπήρξε καθ' όλους τους αιώνας συμβολική διά τους Ιουδαίους, οίτινες εθεώρουν την γλώσσαν των όχι ολιγώτερον ιεράν των πολυτίμων λίθων των κοσμούντων τα στήθη του Ααρών. Η πεποίθησίς των επί την μυστικήν παντοδυναμίαν των ήχων, η δοξασία ότι αι λέξεις υπεδήλουν το πεπρωμένον ενός ανθρώπου και τον επί γης προορισμόν αυτού, ημπορεί να φανούν ανόητοι εις τους τυχόντας τεχνικής μορφώσεως, υπήρξαν όμως καθ' όλους τους αιώνας μεγάλοι φιλόσοφοι, οίτινες απέδωκαν εις αυτάς την πρέπουσαν σημασίαν.
Πώς συνέβη οι νέοι εκείνοι της Γαλιλαίας, – είς Ιωάννης τόσον φλογερός, αλλά και τόσον σκεπτικιστής, και είς Πέτρος τόσον ορμητικός εις τας συμπαθείας του, αλλά και τόσον δειλός εις τας αποφάσεις του, να προσπέσουν με έν μόνον βλέμμα, με μίαν μόνον λέξιν, εις τους πόδας του Σωτήρος! Πώς συνέβη, ώστε εις μίαν αιφνιδίαν αποκάλυψιν, εις ένα απρόοπτον κύμα εμπνεύσεων, ν' αναγνωρίσουν εν τω προσώπω του τέκτονος της Ναζαρέτ τον Μεσσίαν της προφητείας, τον Υιόν του Θεού, τον Σωτήρα του Κόσμου;
Αναμφιβόλως εκ των όσων περί Αυτού εμαρτύρησεν ο Ιωάννης, αλλ' ίσως και εκ μόνου του βλέμματός του. Επί του ζητήματος τούτου η παράδοσις ποικίλλει σημαντικώς· και αφού τόσον ενέχει ενδιαφέρον, δεν είναι άσκοπον να ενδιατρίψωμεν ολίγον επ' αυτού.
Οι μελετήσαντες τας μεσαιωνικάς εικόνας του Χριστού παρετήρησαν βεβαίως, ότι τινές εκ τούτων είναι αισχρώς και απεχθώς βδελυραί, ενώ άλλαι παρουσιάζουν μίαν σύλληψιν του πλέον αιθερίου και πλέον ερασμίου ιδεώδους του ανθρωπίνου κάλλους. Πόθεν προήλθεν η περίεργος αύτη διαφορά;
Προήλθεν εκ των προφητικών χωρίων, άτινα ενομίσθησαν ότι υπεδείκνυον την εμφάνισιν του Μεσσίου καθώς και την ζωήν αυτού.
Η Εκκλησία των πρώτων χριστιανικών χρόνων, συνειθισμένη εις την υπέροχον τελειότητα με την οποίαν η γλυπτική περιέβαλε τας ωραίας συλλήψεις των νεωτέρων θεών του Ολύμπου, και γνωρίζουσα εκτός τούτου την απαισίαν διαφθοράν την οποίαν ασκεί πάσα φιλήδονος φαντασία, έλαβεν ως ιδεώδες, διά να παραστήση το πρόσωπον του Χριστού, τας μελαγχολικάς εικόνας των προφητών Ησαΐα και Δαυίδ, εικόνας πασχόντων εξορίστων, ταπεινών και εξηντλημένων. Το κάλλος του, λέγει ο Κλήμης ο Αλεξανδρινός ήτο εν τη ψυχή του και εις τας πράξεις του, αλλά σωματικώς ο Ιησούς ήτο ταπεινός. Ιουστίνος ο Μάρτυς παριστά τον Χριστόν αειδή, άδοξον, άτιμον. «Το σώμα του» λέγει ο Ωριγένης, «ήτο μικρόν και δυσειδές και αγενές.» «Το σώμα του», λέγει ο Τερτυλλιανός δεν είχε καμμίαν ανθρωπίνην ωραιότητα, και κατά πολύ ισχυρότερον λόγον ουδεμίαν ουρανίαν λαμπρότητα.» Ο εθνικός Κέλσιος, ως πληροφορούμεθα εκ του Ωριγένους, εποφελείτο της πατροπαραδότου ταύτης σωματικής ποταπότητος και ασχημίας διά