Ο Βίος του Χριστού. Farrar Frederic William
να είπωμεν «Έρχου και ίδε»· διότι αφ' ότου οι κυανοί ουρανοί εκλείσθησαν μετά το δράμα του Αγίου Στεφάνου και του Αγίου Παύλου, το ανθρώπινον σχήμα του Ιησού δεν ώφθη πλέον υπ' ουδενός. Δυνάμεθα όμως να είπωμεν το «έρχου και ίδε»· υπό άλλο πνεύμα, Έρχου και ίδε ένα ετοιμοθάνατον κόσμον αναζωογονηθέντα, ένα κόσμον παρηκμακότα όστις εγεννήθη, ένα γηραλέον κόσμον ανακτήσαντα σφρίγος της νεότητος· έρχου και ίδε την αγάπην εισχωρούσαν εις την ειρκτήν του καταδίκου, την ελευθερίαν αποδιδομένην εις τον σιδηροδέσμιον δούλον· έρχου και ίδε τους πτωχούς και τους αμαθείς και τους πολλούς χειραφετηθέντας διά παντός από την αφόρητον τυραννίαν των πλουσίων, των πεπαιδευμένων και των ολίγων· έρχου και ίδε νοσοκομεία και άσυλα φιλανθρωπικά, ορθούμενα εις αιωνίαν φιλανθρωπίαν παραπλεύρως των ερειπίων των κολοσσαίων αμφιθεάτρων, τα οποία άλλοτε εβάφοντο με ανθρώπινον αίμα· έρχου και ίδε την εξαγνισθείσαν οικογένειαν· έρχου και ίδε τα άντρα της χλιδής και της τυραννίας μεταβληθέντα εις γλυκείας και ευδαίμονας οικίας, τους αθέους εις πιστούς χριστιανούς, τους πολυθεϊστάς εις αγίους. Ναι, έρχου και ίδε τας μεγαλοπρεπείς πράξεις ενός μεγάλου δράματος εξακολουθούντος επί δεκαεννέα χριστιανικούς αιώνας· και όταν ιδήτε και μάθητε εν ευλαβεί ταπεινώσει ότι ακόμη και η φαινομένη Τύχη είνε κόρη της Προνοίας – «Ευνομίας τε και Πειθούς αδελφή και Προμαθείας θυγάτηρ», καθώς λέγει ο αρχαίος ποιητής Αλκμάν, όταν ακούσητε την φωνήν του Σωτήρος όστις ήλθε να ζητήση το απολωλός, τότε πιθανόν και σεις ν' αποβάλητε την αθλίαν έξιν της αμφιβολίας και ν' αναφωνήσητε ομού με τον καθαρόν και άδολον Ναθαναήλ «Ραββί, συ ει ο Υιός του Θεού, συ ει ο Βασιλεύς του Ισραήλ!»
Ο Χριστός, καθώς τον είδεν ερχόμενον, ανεγνώρισεν ότι η σφραγίς του
Θεού ήτο επί του μετώπου του, κα' είπεν:
«Ίδε αληθής Ισραηλίτης, εν ώ δόλος ουκ έστι». Πόθεν με γνωρίζεις; ηρώτησεν ο Ναθαναήλ. Τότε εδόθη η καρδιογνωστική απάντησις. «Προτού σε Φίλιππον φωνήσαι, όντα υπό την συκήν, ειδόν σε».
Έθιμον είχον οι θεοσεβούντες Ιουδαίοι να μελετώσι το προσευχητάριόν των υπό δένδρον συκής. Τινές δε ενόμισαν ότι έχει τι το σημαντικόν η κλήσις του Αποστόλου από της σκιάς δένδρου το οποίον εσυμβόλιζε τα εβραϊκά έθιμα και την Συναγωγήν. Αλλ' εκ της όλης σκηνής οφείλομεν να φιλοσοφήσωμεν βαθύτερον ακόμη. Και εις το γεγονός τούτο ανευρίσκομεν και άλλην απερίγραπτον χροιάν πραγματικότητος, άλλο τεκμήριον της γνησιότητος και αξιοπιστίας του τετάρτου ιερού Ευαγγελίου.
Υπάρχουν στιγμαί καθ' ας η θεία χάρις κινεί βαθύτερον την καρδίαν μας. Εις τοιαύτην δε στιγμήν πρέπει να ευρέθη ο άδολος Ισραηλίτης καθώς εκάθητο κ' εμελέτα και προσηύχετο εν σιωπή υπό την συκήν. Και την χορδήν ταύτην, την μόνον εις καρδιογνώστην ορατήν, έθιξεν ο Κύριος. Εάν τις εις παρομοίαν ευρέθη θέσιν, πώς θα εθεώρη ζώντα άνθρωπον όστις θα του απεκάλυπτεν ότι, την δείνα ώραν, ακαταλήπτως τον είδε κ' εμέτρησε τας συγκινήσεις της ψυχής του; Τοιαύται εξάρσεις και συγκινήσεις, τοιαύται μεταρσιώσεις εις τρίτον ουρανόν, οπόταν η ψυχή αγωνίζεται