Η Βαβυλωνία ή η κατά τόπους διαφθορά της ελληνικής γλώσσης. Demetrios Konstantinou Vyzantios
Και δη ευθημητέον σήμερον, και πανηγυριστέον την της Ελλάδος παλιγγενεσίαν καγώ μεθ υμών.
ΑΝΑΤ. Κάτησε κι' εσύ μαζύ μας σουφρά 15. Λογιώτατε.
ΛΟΓ. Έγωγε.
ΑΝΑΤ. Τζάνουμ, Λογιώτατε μπαμπά σου 16. γλώσσα γιατί ντε μιλάς;
ΛΟΓ. Την των προγόνων διαλέγεσθαι χρη.
ΑΝΑΤ. Εγώ χρη μη, γόνω μόνω, ντε ξέρω, γιατί ντε μιλάς ρωμαίικα έριφ;
ΛΟΓ. Ταύτην γαρ και μεμάθηκα.
ΑΝΑΤ. Ώρσε κι άλλο!!! εγώ λέω. γιατί ντε μιλάς ρωμαίικα, εκείνο με λέει μεμανάτηκα πανάτηκα – αν μπορής κατάλαβε πγια.
ΧΙΟΣ. Καλέ, ίντα θα κάμουμεν τώρη; εν καθούμεστεν πλια;
ΑΛΒ. Πώς να το κάνης αδαλέτι 17 μαζή ορέ.
ΑΝΑΤ. Ναι, ούλοι σ' ένα σουφρά να κάτζουμαι τζάνουμ.
ΑΛΒ. Χα, χα, χα, καλό είναι έτζι, ορέ.
ΚΥΠ. Σα θα κάτζουσιν ούλοι τούτοι να φάσιν τρώω κ' εώ. Να διαβάσουμεν τώρη τη λίστα, να δγιούμεν ίντα φαγιά μας έχει – Λογιώτατε, διαβάστε την εσείς τη λίστα· (τω δίδει τον κατάλογον), (αναγινώσκει) σούπαν από κολοκύνθια, βραστόν βούδινον, εντράδαν, κιοφτέδας, δολμάδας, – (αφίνει τον κατάλογον) ταύτα τουρκιστί εγέγραφα, το άπερ δη και ιλιγγιά με αναγινώσκοντα (προς τον Κύπριον) ανάγνωθι ουν συ Κύπριε.
ΚΥΠ. (αναγινώσκει) Πουρέκιν, κεπάππιν, καταΐφιν, ψωμίν, κρασίν, τυρίν, ψάριν ψητό, ψάριν βραστό, φρούττα, και ποκλαβάτην.
ΑΝΑΤ. Άνταμ. μπακλαβά πες το – (προς τον ξενοδόχον) άμε ντικό μου παστουρμά;
ΞΕΝ. Ότοιμος είναι να σας χαρώ
ΑΛΒ. (προς τον Ξενοδόχον). Πρα, ορέ Λοκάντα.. πω, εσύ ορέ, Λοκάντα, προτζέσι ορέ, δεν έχει;
ΞΕΝ. Ίντ' αν αυτό το προτζέσι;
ΑΛΒ. Πρα να το πέρνης συ ορέ σικότι, να το βάνης ς' το κιομλέκι 18 να το ρίχνης και πολύ πολύ σκοδάρι πρα να το τρίβης μέσα, και ψύχα ψύχα κουραμάνα 19 να το κάνης αδαλέτι.
ΞΕΝ. Θέτεν το άματις να σας το φτιάξω;
ΑΛΒ. Πρα να το ζήσης ορέ – χα χα χα, να το φκιάνης, πω κι' εγώ να το πληρώνης ούλα βενετίκες.
ΞΕΝ. Οχουνούς 20 σας το φιτάνω (καθ' εαυτόν) ούργιος 21 είν' και τούτος στην πίστι μου.
ΛΟΓ. Άξον δε καμοί πλακούντα, τον και μάκαρες ποθέουσιν.
ΑΝΑΤ. (προς τον Ξενοδόχον) Μισέ Μπαστιά – έλα – έλα – Λογιώτατο μακαρόνια τέλει.
ΛΟΓ. Ουχί, αλλά πλακούντα και είρηκα τον και μάκαρες..
ΑΝΑΤ. Ιστέ μακαρόνια, για εσύ καμήλα είσαι να φας χαμούρι 22 άνταμ; ντεν τρως ντολμά σαν το γρόντο μου, κιοφτέ σαν το παπούτζι μου, μόνε μακαρόνια ύρεψες.
ΛΟΓ. Ουκ έγνωκας.
ΑΝΑΤ. Έγνωκας μέγνωκας ντεν έχει αρτίκ' εσύ καλό φαΐ ποιο είναι ντε ξέρεις (προς τον Ξενοδ.) μισέ (καθ' εαυτόν) αλλάχ τζιζά βερσίν 23 ούλο ιξεχνώ όνομά του – α Μπαστιά – ηύρα – μισέ Μπαστιά, ζτιμπούκι ντεν έχεις εντώ πέρα.
ΞΕΝ. Έχω να σας χαρώ ορίστε (τω δίδει).
ΛΟΓ. Άγε δη μοι και τριχείας τεταριχευμένους συν οξυγάρω τε και ελαίω.
ΞΕΝ. Ίντ' άπατεν;
ΠΕΛ. Τριχαίς γυρεύει να τον δέσουνε – μοιάζει μουρλάθηκε ο κουρούνης.
ΞΕΝ. Καλ' αλήθεια κουζουλαθήκετεν 24 και θέτενε να σας δέσουμεν; κι' ως πόσαις οργειαίς της θέτενε ν' άναι;
ΛΟΓ. Ούμενον αλλά τριχείας και δη έφην, τους και σαρδέλας βαρβαριστί
15
Τράπεζαν
16
Πατρός
17
Μεγαλοπρέπειαν
18
Χύτραν
19
Στρατιωτικόν ψωμί
20
Ευθύς
21
Ανόητος
22
Ζυμάρι
23
κακόν τι να τω δώση ο Θεός
24
Τρελλαθήκετε