Η Βαβυλωνία ή η κατά τόπους διαφθορά της ελληνικής γλώσσης. Demetrios Konstantinou Vyzantios
Δ'
Χίος και οι λοιποί.
ΧΙΟΣ. Κι' εν τρώμε πλοιά.
ΑΝΑΤ. (καθ' εαυτόν) να τρώμε, άμμα δικό μου παστουρμά ντεν ήρτε – να να μύρισε, μύρισε, – αλλά αλέμ 29 έφκιασε.
ΞΕΝ. Ότοιμα να σας χαρώ όλα.
ΑΛΒ. Πρετζέσε ορέ λοκάντα.
ΞΕΝ. Κι' εν ακούτεν που χτυπά το σκορδοστούμπι, στα μάτια των οχτρώ μας; εκείνο φτιάνει, κι είν' ότοιμο (το φέρει).
ΑΛΒ. (προς τον ξενοδόχον) χα, χα, χα, ορέ αδαλέτι – πρα να το ζήσης εσύ ορέ εσύ = τώρα ορέ να το δίνης και μπαχτζήσι 30 (βάλει το χέρι εις τον κόλπον του και ζητεί να εύρη χρήματα αλλά δεν ευρίσκει), φτου αλλά Μπελιά βερσίν 31 ορέ νούκο χόνδρο 32 πω στέκα – εσύ ορέ – ψύχα παρά να λύνης το κεμέρι 33 (προσποιείται ότι θα λύση την ζώνην του).
ΞΕΝ. Έννοια σας τώρη – αφήτεν κ' ύστερης πλερώνεται μια κοπανιά.
ΧΙΟΣ. Τώρη πλια να ξεφαντώσουμε.
ΞΕΝ. (φέρει τον παστρουμάν) ορίστε να σας χαρώ μισέ χαντζή το παστρουμά σας, κατά πώς τον θέτενε – ε θε πολύ λεμόνι – έφτιαξά σας πράγμα που να τρώτεν, και να πιπιλίζεται τα δάχτυλά σας·
ΑΝΑΤ. Ωχ, ωχ, ωχ, άφεριμ 34 μισέ Μπαστιά, άφεριμ, παστρουμά ένα χασνέ 35 αχρήζει – τιρ όλ 36 (τρώγουν).
ΣΚΗΝΗ Ε.'
Χοίος και οι λοιποί.
(Ο Χοίος μεθύσας ατακτεί, συντρίβει τα εν τη τραπέζη, και ζητεί όργανα μουσικά.)
ΧΟΙΟΣ. Βάρτε να πγιούμε δαόντρου κουλούκια (πετά έν ποτήριον.)
ΑΝΑΤ. (καθ' εαυτόν). Χιώτι μέτυσε – να…. τζάκισε ποτήρι – να.
ΧΙΟΣ. Ωχού!!! (πετά το καλπάκι του).
ΑΝΑΤ. (καθ' εαυτόν) μέτυσε α τζανούμ – λόγια ντε τέλει – να, πέταξε καλπάκι του χιώτη πριχού να πγη είναι κομμάτι τρελό, άμα όντας μετύση κιόλας αρτίκ μπιτούν 37 μπιτούν τρελό γένεται..
ΧΙΟΣ. (αρπάζει το κάλυμα της κεφαλής του Ανατολίτη και το πετά)
ΑΝΑΤ. Έι ύστερα; δικό σου καλπάκι πέταξες, δικό μου σαρίκι 38 τι τέλεις που πετάς για, ντιπ τρελό είσαι ζάβαλι….
ΧΙΟΣ. (αρπάζει το κάλυμμα της κεφαλής του Πελοποννησίου ομοίως).
ΠΕΛ. Τήραξε κει χάμω καμώματα του μαγκούφι· πέταξε το κεφαλογιούρι μου, και το συγκύλισε, όσο που με τ' όχρισε…..μπα να ρέψης μουρλέ με τα καμώματά σου αλήθεια.
ΧΙΟΣ. (αρπάζει την σκούφια του Λογιωτάτου και την βλέπει, στρέφων αυτήν πανταχόθεν), (προς τον Λογιώτατον) εν πετάς κι' συ διαβόντρου γυέ το καλούπι σου, π' ούναι γιομάτο, γάσσα; ούφου…. ούφου (την πετά).
ΛΟΓ. Του χάριν κοκοήθως πράττεις; και δη τιμωρητέον σε κοκοηθείας ένεκα.
ΧΙΟΣ. Φέρτεν τώρα τα συμάρματα – ωφού.
ΑΝΑΤ. Τι τα πη συμάρματα; εσύ τρελάτικες άνταμ.
ΧΙΟΣ. Βγιολλιά, διαβόντρου μισέ χαντζή – ωχού – βγιολλιά, λαγούτα… (φωνάζει) ωχού – και φέρτεντα γλίγορις – ήσκασα, φέρτεντα – συντρίβει άλλο έν ποτήριον.
ΑΝΑΤ. Ετούτος ούλα να τα τζακίση αγάλλια αγάλλια…. εγώ είπα.. α τζανούμ χιώτη τρελό είναι, μέτισε κιόλας, αρτίκ τίποτα ντε τ' αφίσει σουφρά απάνω, ένα ένα ούλα τα τσακίσει.
ΞΕΝ. (προς τον Χίον) μισέ Μπουρλή;
ΧΙΟΣ. Τι και;
ΞΕΝ. Εν είναι – σιμάρματα
ΧΙΟΣ. Κι' αμέ διαβότρου γυέ, κι' εν έχεις πούπετις μαθέ, κι' εν είν'
29
Ίσως
30
Δώρον
31
Ο Θεός κακόν να τω δώση
32
Δεν είναι χρήματα
33
Εσχάτην ζώνην
34
Εύγε
35
Θησαυρόν
36
Ευτύχει
37
Όλως δι' όλου
38
Κάλυμμα