Ο Σινάνης: Κωμωδία εις πέντε πράξεις. Demetrios Konstantinou Vyzantios
Δεν έχω, άμμα κοντεύω ν' αύρω.
Ροδ. Και που κυττάξετεν;
Σιν. Ένας φίλος έταξε να μ' εύρη μια κατώς τη τέλω.
Ροδ. Και πώς τη θέτεν; νια, γρα, μεσόκοπη;
Σιν. Όχι γριγιά!!! τέλω νια, όμορφη, αρχοντοπούλα, νοικοκαιρά.
Ροδ. Κι εγώ πήρα φάλλος … να με συμπαθήστεν! και πρέπει σας στην πίστι μου τέτοια νια σαν τον ήλιο, καθώς είστεν κι εσείς, κι αρχοντοπούλα, και νοικοκιουρά … και ξέρετεν ίντα πράμα θ' άστεν; ο κόσμος εσάς θα κυττάζει για θάμα … να χαρώ την τζάτζα μου … θέτεν άματις να κυττάξω κι εγώ μπα και σας βρω καμμιάν από τέτοια σόρτε;
Σιν. Τι σόρτε;
Ροδ. Απ' εκείνην π' ούπατεν … νια, γυαλιστήρα, αρχόντισσα, και νοικοκιουρά … ε μ' ούπετεν έτζι μαθές;
Σιν. Ναίσκε …. αμμά κομμάτι γλίγωρα … κι άλλος φίλος τα κυττάξει, να ντγιούμε ποιανού τε ν' άναι καλήτερη.
Ροδ. Έννοια σας, κι εγώ θα βάλω τα γυαλλιά μου να σας βρω 'ναν πράμα που να μην τ' όδατε ποτέ σας.
Σιν. Καλό; ε!
Ροδ. Ίντα λέτεν καλέ; και να δγήτεν που μ' όρχεται στο νου μου ένα … [συλλογίζεται ολίγον] ένοια σας .. αφήτεν .. και πάγω τώρη ίσα κει· έχετε για. |αναχωρεί βιαίως].
Σιν. Να σε δγιω μισέ Ροδάνη … να μη κάμη σα ζιαφέτι, κ' άφηκες τρεις μέραις νηστικό, κ' ύστερα βγήκε κούφιο!!!
Ροδ. [κινών την χείρα] Όσκαι … άλλ' ον τούτο, κι άλλ' ον 'κείνο.
ΣΚΗΝΗ ΙΓ'
Ο Ροδάνης μόνος
Ροδ. [καθ' εαυτόν] Καλέ γλέπετεν μια βολά του διαβόντρου το γέρω Σινάνη που θε να παντρευτή, και γυρεύγει και νια, και γυαλιστήρα κι αρχόντισσα; για τα γαρούφαλα τον έχω … κ' ίντα όμορφα που θα του τα φορεί!!! έν ηξέρω πού να του βρω καμμιά που να του φα και το βιος, να του πιπιλήση και το νου!!! τούτος κουζουλλάθηκεν, πρέπει ν' άναι και ογδόντα εννιά χρονώ … ε γλέπετεν; γυρεύγει και μπογιά να βάψη τα μουστάκια του … εδώ 'ναι δουλειά να φα κανείς όσα θε, μα που να του τη βρη; πάγω άματις να γυρίσω μια βόλτα, μπα και λάχει στη σόρτε μου καμμιά λουλούδα … έλα Χριστάκι μου, ν' ανοίξ' η σόρτε των παιδιώ μου. (αναχωρεί.)
ΠΡΑΞΙΣ Β'
ΣΚΗΝΗ Α'
(Η Ανθή εξυπνώσα από τον ύπνον περί την μεσημβρίαν· έπειτα η Χάιδω.)
Ανθ. (Καθ' εαυτήν· ξύουσα ενίοτε την κεφαλήν, και ενίοτε το σώμα της·) Ω καϊμένη εγώ… μεσημέρι γένηκε.. για τούτο πείνασα… και τι να φάγω σήμερα; παραδάκι δε φυσώ… πώς θα γένει το χάλι μου δεν μπορώ να καταλάβω… καταχρεωστώ τον κόσμον… δεν μ' έμεινε άλλο τίποτε, ειμή μόνον αυτό το ρημάδι το σπήτι… αν το πουλήσω και αυτό, θα έλθω ίσια ίσια με το χρέος μου, και ίσως δεν θα με φθάση… έπειτα το κακόν είναι, που δεν το ορίζω μονάχη μου, είναι το μισό εκείνης της καρακάξας της αδελφής μου, και πού να στρέξη εκείνη να το πουλήσουμε; (συλλογίζεται ολίγον) ε… ό,τι γέν' ας γένη… θα σκάσω τώρα; εγώ δύω ώραις να τα συλλογισθώ αυτά, χτικιάζω και ξεμπερδεύω· τη δουλειά μου… το ζεύκι μου… τοις μόδαις μου… κ' έννοια μου· ότι θέλ' η τύχη μου ας κάμη… έπειτα μήπως με γυρεύει και κανείς πλούσιος να παντρευτώ, για ν' αλωνίζω όπως θέλω, και να μην τραβώ αυτά τα βάσανα; με τρογυρίζουν κάτι ψειριδινδίνιδες με ταις μόδαις τους, κ' είναι κι' εκείνοι πνιγμένοι ως το λαιμό ς' το χρέος… ψόφιαις ψείραις, χειρότερα απ' εμένα, κ' η τζέπαις τους είναι γεμάταις τζαγανοπόδαρα… ωφ!!. ας κουρεύωνται αυτά…τώρα 'πού πεινώ, τίνα φάγω; (κτυπώσα τας χείρας κράζει.) Χάιδω, ε, Χάιδω…