Ο Σινάνης: Κωμωδία εις πέντε πράξεις. Demetrios Konstantinou Vyzantios
κ' έρτη και σας κλέψη κανείς;
Ανδ. Ω μισέ Ροδάνη .. καλώς ορίσετε… και πώς; η πόρτα ήτον ανοιχτή; (καθ' εαυτήν) ω την αναθεματισμένη την Χάιδω! άφησε την πόρτα ανοιχτή, κ' ήρθε κι ο ξένος άνθρωπος, και με ηύρε σε τέτοια χάλια… όχι άλλο τώρα… (προς τον Ροδάνην) με συγχωρείτε οπού είμαι με τα νυχτικά μου.
Ροδ. Καλέ και τώρη ξυπνάτεν;
Ανθ. Τώρα ξύπνησα, γιατί δεν 'μπορούσα λιγάκι… κρυολόγησα φαίνεται, και δεν είμαι τόσο καλά σήμερα…
Ροδ. Κι' όλο κρυολογάτεν εσείς; κι' όποτ' ήρτα, ηύρα σας να κοιμούστεν…
Ανθ. Έτζι τόχει η κράσις μου…
Ροδ. Ε με λέτεν καλέ, πότε θα με πλερώστε; ξέρετεν τώρη πόσα μου χρωστείτεν;
Ανθ. Τα ξέρω μισέ Ροδάνη μου, αμέ τι να κάμω;
Ροδ. Κ' ε με λέγετεν που θα σας έρτουνε γρόσα αφ' το μπάγκο της Βιένας, κι απού πού αλλού; πούντα μαθές; τρία χρόνια τώρη με γελάτεν με το σήμερη, και αύριο, κ' ε βγαίνει πλια στο κεφάλι!!! έν είν' δικά μου τα γρόσα, είναι ξένα… έν το ξέρετεν εσείς πούμαι μεσίτης, κ' έν έχω δικά μου καπιτάλλια;
Ανθ. Το ξέρω, μα τι να κάμω; απ' το μισό σπίτι κι' άλλο τίποτες δεν έχω…
Ροδ. Κ' έν έχετεν πράμα αφ' το σπίτι κι' άλλο;
Ανθ: Όχι! ..
Ροδ. Κι εσείς εσβύσετεν άματις, γιατί χρουστείτεν κι' αλλωνών…
Ανθ. Χρουστώ, και χρουστώ…
Ροδ. Κ' ίντα θα κάμετεν τώρη;
Ανθ. Κι' εγώ δε ξέρω…
Ροδ. (καθ' εαυτόν.) Να καιρός να της πω να παντρευτή, και να της προξενέψω το γέρο Σινάνη… (προς την Ανθήν·)κι' έν παντρευούσαστεν άματις; τι καρτερείτεν πλια; ν' αύγουν τα δόντια σας τα κοσάρια;
Ανθ. (γελώσα·) Χα, χα, χα, να μη σώση το κακό σου μισέ Ροδάνη μου. ·. μ' έκαμες και γέλασα με την καρδιά μου…
Ροδ. Κι' αμέ στην πίστι μου! ε σας λέγω καλά μαθές;
Ανθ. Καλά με λες… αμέ ποιός με πέρνει; και με τι;
Ροδ. Κι' εσείς γρωνίζετεν τόσους π' όρχουνται και σας κάμουνε βεγκέραις… έν 'μπορείτεν να κάτζετεν κανεί στο χέρι;
Ανθ. Ω… το σκότωσες… και τι άνθρωποι είναι αυτοί!
Ροδ. Λογιών τω λογιώ λογιώτατοι, γραμματικοί, αρχοντόπουλα… έν πέρνετεν κάνα απ' αυτουνούς;
Ανθ. Αυτοί όπου γλέπεις είναι ψόφιαις ψείραις· ή σε ξιπάζουν τα φορέματά τους, η λεβάνταις, και τα μεταξωτά τους μαντήλια;
Ροδ. Κι' ε φυσούνε μαθές;
Ανθ. Μήτε φυσούνε, μήτε ξεφυσούνε… ένα μιστό πέρνουνε· κι' όσο να γυρίσης να δγης, παράς δεν τους απομένει… μάλιστα χρουστούνε οι περισσότεροι… κι' ύστερα, ύστερα, άλλος σε γυρεύει τρεις χιλιάδες τάλλαρα προίκα και μετρητά, άλλος πέντε, ο πλιο παρακατινός, χίλια… εγώ που να τ' αύρω;
Ροδ. Τάξετέν τα και μην τα δίνετεν…
Ανθ. Ναι!!! τα θέλουνε στο χέρι… ακούς και σε λένε «εν τη απαλάμη και ούτω βοήσωμεν »…
Ροδ. Κι' ίντα θα πη τούτο;
Ανθ. Τάχατες πρώτα στο χέρι τα γρόσια, κ' ύστερα την κουλούρα στο κεφάλι…
Ροδ. Κι' έν είν' κανείς να σας πάρη χωρίς προικιά;
Ανθ. Ακόμη δεν εγεννήθηκε…
Ροδ. Κι' άμ' αν βρεθή κανένας τον θέτεν; τον πέρνετεν;
Ανθ. Αμέ τον αφίνω; στιγμή δε χάνω… ακούς εκεί; ξέρεις πώς είν' το μάτι μου; μπακίρι…
Ροδ. Αμ' αν ήν' και 'κείνος φτωχός;
Ανθ. Ά.!! α.!! ας στέκετ' η δουλειά μπερδεμένη!!! όξ από φτώχιαις…
Ροδ. Αμ' αν ήν' άρχοντας και γέρος, τον θέτεν;
Ανθ. Δεν με