Το Κορίτσι Από Το Απαγορευμένο Ουράνιο Τόξο. Rosette
αλλά το είχα ρωτήσει πραγματικά.
«Μόνο αν θέλεις να είναι όνειρο. Διαφορετικά, είναι η πραγματικότητα», είπε κατηγορηματικά.
«Μα περπατάς ...»
«Στα όνειρα οτιδήποτε μπορεί να συμβεί», είπε, καθοδηγώντας με σε ένα βαλς, όπως την πρώτη φορά.
Ένιωσα ένα κύμα θυμού. Γιατί στο δικό ΜΟΥ όνειρο ακυρώνονταν οι εφιάλτες των άλλων ανθρώπων, ενώ ο δικός μου παρέμενε άθικτος, έντονος μέσα στη μοχθηρή τελειότητα του; Ήταν το δικό ΜΟΥ όνειρό, αλλά δεν τιθασευόταν, ούτε μαλάκωνε. Η αυτονομία του ήταν περίεργη και ενοχλητική
Ξαφνικά, σταμάτησα να σκέφτομαι, λες και το να είμαι στα χέρια του ήταν πιο σημαντικό από το προσωπικό μου δράμα. Ήταν αναίσχυντα όμορφος και αισθανόμουν ότι ήταν τιμή μου να τον έχω στα όνειρά μου.
Χορέψαμε για πολλή ώρα, στον ρυθμό μίας ανύπαρκτης μουσικής, με τα σώματα σε απόλυτο συντονισμό.
«Νόμιζα ότι δεν θα σε ονειρευόμουν ξανά», του είπα, απλώνοντας το χέρι, για να αγγίξω το μάγουλό του. Ήταν λείο, ζεστό, σχεδόν καυτό. Το χέρι του σηκώθηκε, για να μπλεχτεί με το δικό μου. «Ούτε εγώ περίμενα ότι θα ονειρευόσουν ξανά».
«Μοιάζεις τόσο αληθινός...», είπα με έναν ψίθυρο. «Αλλά είσαι ένα όνειρο ... Είσαι πολύ γλυκός, για να είσαι κάτι διαφορετικό ...»
Ξέσπασε σε γέλια, διασκεδάζοντας, και με έσφιξε πιο δυνατά.
«Σε κάνω να θυμώνεις;»
Τον κοίταξα, σκυθρωπή. «Υπάρχουν φορές που θα σου έριχνα μια μπουνιά».
Δεν φάνηκε να ενοχλείται, αντίθετα ήταν ικανοποιημένος. «Το κάνω επίτηδες. Μου αρέσει να σε πειράζω».
«Γιατί;»
«Είναι πιο εύκολο να σε κρατώ σε απόσταση».
Ο διαπεραστικός ήχος του ρολογιού εισέβαλε στο όνειρο και προκάλεσε τη δυσαρέσκεια μου. Γιατί εκείνος έκανε πίσω, και πάλι. Σαν να ήταν ένα σήμα που μου έκανε.
«Μείνε μαζί μου», τον παρακάλεσα.
«Δεν μπορώ».
«Δικό μου είναι το όνειρο. Εγώ αποφασίζω», ανταπάντησα ενοχλημένη.
Εκείνος άπλωσε το χέρι του, περνώντας το στα μαλλιά μου με ένα χάδι, με τα δάχτυλά του ελαφρύτερα κι από φτερά.
«Τα όνειρα μας διαφεύγουν, Μελισσάνθη. Γεννιούνται από εμάς, αλλά δεν μας ανήκουν ολοκληρωτικά. Έχουν τη δική τους βούληση και τελειώνουν όταν το αποφασίσουν εκείνα».
Τραύλιζα, σαν παιδί. «Δεν μου αρέσει».
Το πρόσωπό του διαπεράστηκε από μια ασυνήθιστη σοβαρότητα. «Σε κανέναν δεν αρέσει, αλλά ο κόσμος είναι άδικος εξ ορισμού.»
Προσπάθησα να κρατήσω το όνειρό μου, αλλά τα χέρια μου ήταν πολύ αδύναμα και κραυγή μου ήταν, απλώς, ένας ψίθυρος. Εξαφανίστηκε γρήγορα, όπως την πρώτη φορά. Βρέθηκα πάλι ξύπνια, με τα αυτιά μου να μουδιάζουν από έναν γδούπο. Τότε συνειδητοποίησα, με απογοήτευση, ότι ήταν οι άρρυθμοι κτύποι της καρδιάς μου.
Κι εκείνος έφυγε μόνος του, σαν να μην μου ανήκε πια τίποτα. Δεν είχα τον έλεγχο σε κανένα μέρος του σώματός μου.
Με αναστάτωνε, όμως, ότι δεν είχα έλεγχο ούτε στο μυαλό μου ούτε και στα συναισθήματά μου.
Η επιστολή έφτασε εκείνο το πρωί, και είχε την καταστροφική επίδραση που είχε μία πέτρα που πέφτει σε μία λίμνη. Καταλήγει σε ένα ορισμένο