Κριτήριο Λάιμπνιτς. Maurizio Dagradi

Κριτήριο Λάιμπνιτς - Maurizio  Dagradi


Скачать книгу
πλήρως βυθισμένος στο άρωμα. Στα αριστερά του εμφανίστηκε μία γυναίκα, πολύ καλά ντυμένη, με πολύ σίγουρη και κομψή στάση, η οποία ενώ στεκόταν όρθια, λίγο απομακρυσμένη από τον πάγκο, έκανε την παραγγελία της:

      <Σερί. Ευχαριστώ>.

      Η φωνή ήταν ζεστή, κοντράλτο, τέλεια ελεγχόμενη, σαν ανθρώπου συνηθισμένου να μιλά σε κοινό, σε ένα κοινό μορφωμένο και προσηλωμένο.

      Ο ΜακΚίντοκ την παρατήρησε με την άκρη του ματιού του, προσπαθώντας να μη δείξει ενδιαφέρον.

      Η γυναίκα τον αγνοούσε εντελώς. Ήταν μεσαίου ύψους, με λευκή επιδερμίδα και κόκκινα μαλλιά, πιασμένα με ένα πιαστράκι στο χρώμα του μαρμάρου. Το κορμί της είχε πολύ θηλυκές αναλογίες.

      Φορούσε ένα σκωτσέζικο ταγιέρ εξαιρετικής ποιότητας, με ασορτί, τέλεια φούστα, που έφτανε ως το γόνατο, παπούτσια σε σκούρο μπορντό, με ψηλό λεπτό τακούνι και μαύρο καλσόν. Το σακάκι κάλυπτε ένα λευκό πουκάμισο με ένα ντεκολτέ αποκαλυπτικό, μα μετρημένο. Στο πέτο μία χρυσή καρφίτσα, σε σχήμα C, ξεχώριζε με χάρη. Στο λαιμό φορούσε ένα ογκώδες χρυσό κολιέ, λαξευμένο με επιδεξιότητα και τα σκουλαρίκια με τη δική τους γενναιόδωρη λάμψη, τρυπούσαν με φως τους λοβούς των αυτιών της.

      Το πρόσωπο ήταν λεπτό, με λεπτές, μα ευδιάκριτες γραμμές. Τα μάτια, με χρώμα ανοιχτό πράσινο, ήταν σωστά τοποθετημένη σε σχέση με τη μύτη και ελαφρά αετίσια. Τα χείλη λεπτά, αλλά όχι υπερβολικά λεπτά, ήταν σε αρμονία με το πηγούνι, το οποίο μόλις που προεξείχε.

      Ελαφρύ μακιγιάζ σε παλ χρώματα και μόνο μερικές λεπτές ρυτίδες στο μέτωπο και στα μάγουλα της γυναίκας, η οποία φαινόταν να είναι κοντά στα πενήντα.

      Ο μπάρμαν σέρβιρε το σέρι, τοποθετώντας το ποτήρι στον πάγκο, χωρίς να κάνει τον παραμικρό θόρυβο, μετά εξαφανίστηκε στο χώρο πίσω από τη βιτρίνα του μπαρ, για να τελειώσει κάποια δουλειά.

      Η γυναίκα τέντωσε το δεξί της χέρι, με τα λεπτά και ψηλά δάχτυλα και με νύχια προσεκτικά περιποιημένα, βαμμένα με ένα λευκό περλέ βερνίκι, και πήρε με λεπτότητα το ποτήρι. Καθώς το σήκωνε, ο ΜακΚίντοκ δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί, μαγεμένος ίσως από το άρωμα κι από αυτή τη θέα, και σήκωσε κι εκείνος το ποτήρι του, λέγοντας χαμηλόφωνα:

      <Εις υγείαν!>

      Εκείνη γύρισε ελαφρά το κεφάλι της προς εκείνον, γέρνοντας ταυτόχρονα λίγο μπροστά. Χαμογέλασε ελαφρά και χωρίς εναλλαγές στον τόνο της φωνής:

      <Εις υγείαν>.

      Μετά γύρισε και κοίταζε μπροστά της και ήπιε μία μικρή γουλιά από το ποτό της, ενώ ο ΜακΚίντοκ ήπιε μονορούφι, ό,τι απέμενε από το δικό του.

      Κι ο ΜακΚίντοκ έμεινε έτσι, με το ποτήρι άδειο στα χέρια του, συνειδητοποιώντας, μόλις εκείνη τη στιγμή, ότι είχε πιει μονομιάς τα ¾ του περιεχομένου του. Το ουίσκι τον γέμισε με ένα κύμα ευχάριστης ζέστης, και το άρωμα της γυναίκας τον μεθούσε και ξυπνούσε πάλι μέσα του αισθήσεις, που αδρανούσαν εδώ και πολύ καιρό. Και, κυρίως, ήταν εκείνη, σε απόσταση ενός μέτρου, απίστευτα ελκυστική και τέλεια, αυτή που θα μπορούσε να είναι η ιδανική γυναίκα, αν μπορούσε ποτέ να σκεφτεί ένα τέτοιο πρότυπο.

      Χωρίς να αντιλαμβάνεται αυτό που έκανε, άφησε το


Скачать книгу