Κριτήριο Λάιμπνιτς. Maurizio Dagradi
την περίπτωση ο χρονικός ορίζοντας είναι πολύ πιο σύντομος, μπορεί να είναι και κάτω από ένα έτος. Αυτοί οι τίτλοι, πράγματι, δίνουν μία χαμηλή, μα σίγουρη απόδοση κι έτσι είναι κατάλληλοι για όποιον δε θέλει να ρισκάρει τίποτα, είναι ευχαριστημένος με ένα μικρό κέρδος και ξέρει ότι έχει το κεφάλαιό του στη διάθεσή του, κυριολεκτικά, όποτε θέλει.
Μεταξύ των δύο άκρων, υπάρχουν οι μικτές επενδύσεις, στις οποίες επιλέγεται να επενδυθεί ένα μέρος του κεφαλαίου σε μετοχές κι ένα μέρος σε επενδύσεις σταθερής απόδοσης, σε αναλογίες που ποικίλουν, ανάλογα με το ποσοστό κινδύνου. Με αυτή τη μέθοδο, είναι λογικό να περιμένει κανείς ότι αν ένα μέρος της επένδυσης δεν πηγαίνει πολύ καλά, σε μία δεδομένη περίοδο, το άλλο αντίθετα θα είναι διασφαλισμένο, έτσι ο επενδυτής είναι πιο ήσυχος. Η δουλειά μου είναι να καθοδηγώ τον επενδυτή στην επιλογή του είδους επένδυσης, που είναι πιο κατάλληλη για εκείνον. Επειδή διακυβεύονται τα χρήματα του πελάτη, χρειάζεται ικανότητα, ευσυνειδησία και μεγάλη υπευθυνότητα, ώστε να προτείνεις μία επένδυση έναντι κάποιας άλλης. Τα λάθη δεν επιτρέπονται. Ή καλύτερα, δεν υπάρχει δεύτερη φορά για το λάθος γιατί, μετά την πρώτη, είναι σίγουρο ότι θα πρέπει να αλλάξεις δουλειά>.
Ήπιε ακόμη μία γουλιά από το τόνικ και τον κοίταξε:
<Σας κουράζω, έτσι;>
Ο ΜακΚίντοκ την άκουγε γοητευμένος για κάμποση ώρα. Αυτή η φωνή που εξέφραζε με μαεστρία άχαρα θέματα, όπως τα οικονομικά, αυτά τα πράσινα μάτια που κοιτούσαν μακριά όσο μιλούσε, τον είχαν μαγέψει ολοκληρωτικά.
<Όχι, κάθε άλλο>, απάντησε ζεστά. <Είναι πολύ ενδιαφέρον θέμα. Όπως πολλοί άλλοι, έχω κι εγώ επενδύσεις, αλλά οφείλω να πω ότι ποτέ δε γνώρισα κανέναν που να μου μίλησε γι’ αυτό το θέμα, όπως εσείς>.
Εκείνη πήρε ένα ακόμη αλμυρό και ρώτησε ευχάριστα:
<Και πώς πάνε οι επενδύσεις σας;> και ξεκίνησε να ροκανίζει το αλμυρό: ήταν με πιπεριά και αντσούγια, πολύ νόστιμο.
Ο ΜακΚίντοκ ήπιε σκεπτικός μία γουλιά από το τόνικ και μετά απάντησε:
<Πραγματικά, δε γνωρίζω. Τώρα που το σκέπτομαι, είναι αρκετό το ότι δε με προβληματίζει. Ποιος ξέρει ποια είναι η πορεία των χρημάτων μου. Θα φροντίσω να το ελέγξω, μία από αυτές τις ημέρες>.
Ναι, μία από αυτές τις ημέρες. Όπως για πολλά άλλα πράγματα, εκείνη η ημέρα δεν ήρθε ποτέ, απορροφημένος καθώς ήταν από τη δουλειά και λόγω της υποσυνείδητης απόστασης που είχε πάρει από οτιδήποτε δεν αφορούσε άμεσα το Πανεπιστήμιο. Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι είχε αφήσει πολλά πράγματα στη μοίρα τους, χωρίς να τα ορίζει εκείνος. Τις φιλίες, τις επενδύσεις, τη μοναξιά του.
Η μοναξιά.
Αισθάνθηκε, στο βάθος της ψυχής του, πόσο μόνος ήταν. Και πόσο καιρό ήταν μόνος του.
Εκείνη τη στιγμή, ο ΜακΚίντοκ είδε τον εαυτό του. Είδε αυτό που είχε γίνει. Μία ισχυρή προσωπικότητα με κύρος, στα μάτια του κόσμου.
Αλλά δυστυχισμένος, ως άνθρωπος.
Την κοίταξε σταθερά στα μάτια.
<Αναρωτιόμουν…>, ξεκίνησε να λέει διστακτικά, <αναρωτιόμουν αν…> διέκοψε ξανά, <αναρωτιόμουν