Κριτήριο Λάιμπνιτς. Maurizio Dagradi
Δεν έβγαζε αυτά τα τόσο κομψά παπούτσια. Όχι ακόμη. Όταν κατέβασε το φερμουάρ της φούστας, ο ΜακΚίντοκ ένιωσε να χάνεται και, για να καλύψει την αντίδρασή του, ρώτησε αν μπορούσε να πάει στο δωμάτιό του, για να πάρει τα προσωπικά του είδη.
Μόλις βγήκε από την πόρτα, με τις στάλες τους ιδρώτα να λάμπουν πάνω στο μέτωπό του και την καρδιά του που χτυπούσε σαν τρελή, αναρωτήθηκε αν έκανε κάποια τρέλα. Καθώς προχωρούσε στον διάδρομο με μηχανικό βήμα και έπαιρνε το ασανσέρ για να κατέβει στον πρώτο όροφο, όπου βρισκόταν το δωμάτιό του, συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν πλέον παντρεμένος. Ήταν, πλέον, χρόνια χωρισμένος και έπρεπε να θεωρεί τον εαυτό του ελεύθερο να ψάχνει για νέες ευκαιρίες. Έβαλε, βιαστικά, στη βαλίτσα μία αλλαξιά εσώρουχα, ένα σιδερωμένο κοστούμι και τα είδη προσωπικής υγιεινής, μετά έκλεισε την πόρτα και ξεκίνησε, πιο ήρεμος τώρα, προς τον δεύτερο όροφο και το δωμάτιο 216.
Χτύπησε, μα δεν πήρε απάντηση. Δοκίμασε το πόμολο και ανακάλυψε ότι η Σίνθια είχε αφήσει ανοικτή την πόρτα για εκείνον. Δεν ήταν όνειρο, λοιπόν, αυτό που ζούσε.
Μπήκε και άκουσε τον ήχο από το νερό του ντους. Έβαλε τη βαλίτσα του κοντά στη ντουλάπα και μετά είδε ότι η πόρτα του μπάνιου είχε μείνει ανοικτή.
Και μέσα από την πόρτα, είδε τη Σίνθια.
Μέσα στην κρυστάλλινη καμπίνα, κάτω από το γενναιόδωρο μασάζ του καυτού νερού, εκείνη περνούσε το γεμάτο αφρόλουτρο σφουγγάρι πάνω από τον θώρακά της, κάτω από τα πλούσια στήθη της, πάνω στο στομάχι και την κοιλιά της. Ήταν γυρισμένη κατά ¾ προς την πόρτα, με το αριστερό της πόδι ελαφρά ανοικτό, από το γόνατο και πάνω. Τον είδε και δεν κινήθηκε ούτε χιλιοστό. Του χαμογέλασε και συνέχισε να σαπουνίζει τα χέρια, τις μασχάλες, τα πλευρά της..
Ο ΜακΚίντοκ θα ήθελα να βρει τη δύναμη να πάρει τα μάτια του από αυτό το θέαμα, τουλάχιστον από σεβασμό, αλλά δεν την έβρισκε.
Ήταν πανέμορφη. Θαυμάσια.
Έμεινε άφωνος να κοιτάζει το θαυμάσιο, χυμώδες και απίστευτα αισθησιακό κορμί.
Εκείνη ξεκίνησε να περνά το σαπούνι από τη βουβωνική χώρα, αργά, μεθοδικά και να τινάζει πίσω το κεφάλι της με ρυθμό.
Το βλέμμα του ΜακΚίντοκ ακολούθησε, χωρίς να μπορεί να αντισταθεί, τις κινήσεις του σφουγγαριού, με μάτια διάπλατα ανοικτά, χωρίς να μπορεί να κινηθεί.
Μέχρι που κατάλαβε ότι εκείνη τον κοιτούσε πονηρά χαμογελώντας.
Η Σίνθια γέμισε με νερό το καπάκι του αφρόλουτρου και το έριξε από την ανοικτή οροφή της ντουσιέρα.
Ο ΜακΚίντοκ ξαφνιάστηκε, σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα κι έγινε κατακόκκινος από την ντροπή. Κατάλαβε πώς θα πρέπει να ένιωσε ο καημένος ο Αθέονας του γνωστού μύθου. «Ω Άρτεμις! Πόσους άνδρες κατέκτησες με την ομορφιά σου! Τώρα κι εγώ πλύθηκα με μαγικό νερό: θα γίνω ελάφι;»
Η Σίνθια έβγαλε ένα νευρικό γελάκι και πέρασε γρήγορα την πλάτη της, τους γλουτούς και τα πόδια της ενώ, στο τέλος, ξεπλύθηκε με άφθονο νερό, στριφογυρίζοντας κάτω από το ντους και περνώντας, επιπλέον, τα δάχτυλα από τα μαλλιά, για καλύτερο ξέπλυμα. Έκλεισε τη βρύση και άφησε το νερό να κυλήσει στο κορμί της, έστυψε τα μαλλιά της και στο τέλος άνοιξε διάπλατα την καμπίνα,