Παραμύθι χωρίς όνομα. Penelope Stephanou Delta
μα μακριά, μακριά από αυτό το βασίλειο, όπου γίνονται τέτοια πράματα!
– Θέλεις να εκπατριστείς;
– Ναι! ναι! ναι! Να φύγω από τον καταραμένο τούτον τόπο και να τον ξεχάσω!
Η Ειρηνούλα δεν αποκρίθηκε.
Η καρδιά της μάτωνε που άφηνε τον τόπο όπου είχε γεννηθεί και μεγαλώσει. Τη φτώχεια του, την ερημιά του και την κακοριζικιά του ακόμα, όλα τ' αγαπούσε, γιατί ήταν τόπος της.
Σιωπηλά ακολούθησε τον αδελφό της.
Και πήγαιναν ώρες και άλλες ώρες μες στα λιθάρια και μες τα χαμόκλαδα.
Μα ήταν αμάθητη από τέτοιους δρόμους. Τα πόδια της που μόλις σκεπάζουνταν από τα σχισμένα μεταξωτά της παπουτσάκια, είχαν πληγιάσει. Η παλιά χρυσοϋφασμένη πλουμιστή φούστα της, κρέμουνταν κουρελιασμένη από τ' αγκάθια όπου σκάλωσε περνώντας.
Γύρισε και κοίταξε τον αδελφό της.
Με τα χείλια σφιγμένα και το κεφάλι ψηλά πήγαινε το Βασιλόπουλο, αδιαφορώντας για τον πόνο και την κούραση. Και το νυχτερινό αεράκι χάιδευε το μέτωπο του, παίζοντας μες στα καστανά μαλλιά του που έπεφταν σγουρά και πλούσια ως την κεντημένη του τραχηλιά.
Της φάνηκε τόσο όμορφος, που τον φίλησε.
– Ναι! Θα έλθω μαζί σου, όπου κι αν πας! του είπε.
Και με καινούριο θάρρος ξαναπήρε το δρόμο της πλάγι του.
Σε λίγο όμως η κούραση τη νίκησε. Κάθησε στην άκρη του δρόμου και ακούμπησε το κεφάλι της στα διπλωμένα της γόνατα.
– Δεν μπορώ πια! μουρμούρισε.
– Ξεκουράσου λίγο, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, και φεύγομε πάλι.
Και σκαρφαλώνοντας σ' έναν ψηλό βράχο, κοίταξε γύρω του.
Μακριά, μέσα από κάτι δέντρα, του φάνηκε πως έλαμπε ένα φως.
Κατέβηκε βιαστικά από το βράχο κι έτρεξε στην αδελφή του.
– Σήκω, Ειρηνούλα, είδα φως! της φώναξε. Έλα! Θα είναι κανένα σπίτι, και ίσως μας ανοίξουν και μας φιλοξενήσουν.
Και πήραν πάλι το δρόμο τους κατά το μέρος όπου φαίνουνταν το φως, κι έφθασαν μπροστά σ' ένα μικρό-μικρό κάτασπρο σπιτάκι.
Το Βασιλόπουλο χτύπησε την πόρτα.
– Ποιος είναι; ρώτησε από μέσα μια γυναικεία φωνή.
– Άνοιξε μας, παρακάλεσε το Βασιλόπουλο. Η αδελφή μου κι εγώ ζητούμε φιλοξενία, να ζεσταθούμε και να ξεκουραστούμε λίγο.
Η πόρτα άνοιξε, και μια γριούλα με μειλίχιο πρόσωπο και κάτασπρα μαλλιά, τους έκανε νόημα να μπουν.
– Καλώς ορίσατε στο φτωχικό της κυρα-Φρόνησης, είπε. Καθήστε, παιδιά μου, να ξεκουραστείτε.
Ξαπλωμένο σ' ένα σοφά, κοιμούνταν ένα κορίτσι. Η γριά το κούνησε λαφριά.
– Ξύπνα, κόρη μου, μας ήλθαν μουσαφίρηδες. Σήκω να ζεστάνεις λίγο γάλα και να φέρεις μερικά παξιμάδια.
Σηκώθηκε η κόρη και άναψε φωτιά και ζέστανε το γάλα. Ύστερα το έχυσε σε δυο κουπάκια και χαμογελώντας τα έβαλε στο τραπέζι, μαζί μ' ένα πιάτο παξιμάδια, μπροστά στα πεινασμένα αδέλφια.
Μα δεν πρόφθασε η Ειρηνούλα να φάγει, και αποκοιμήθηκε στην καρέγλα της.
Οι δυο γυναίκες την πήραν και την ξάπλωσαν στο σοφά.
– Κοιμήσου και συ, αρχοντόπουλο μου, είπε η γριά, και αύριο πάλι εξακολουθείς το δρόμο σου. Πας μακριά;
– Ναι, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, πάγω πολύ