Παραμύθι χωρίς όνομα. Penelope Stephanou Delta
είπε, πρέπει και από δω να φύγομε. Η Ειρηνούλα σηκώθηκε και τον ακολούθησε.
– Ποιος μας διώχνει πάλι; ρώτησε.
– Ειρηνούλα, είπε με σουφρωμένα φρύδια το Βασιλόπουλο, ξέρεις γιατί δε μας ήθελε πριν στο κατώφλι του αυτός ο άνθρωπος;
– Όχι!
– Γιατί είναι κλεφταποδόχος, και φοβούνταν μη δούμε το παιδί του που του κουβαλούσε τα κλεμμένα πράματα. Και ξέρεις τι ήταν το φαγί που έφερε ο Πανουργάκος χθες βράδυ στο παλάτι; Το είχε κλέψει από κάποιο δυστυχισμένον Κακομοιρίδη, και τον γκρέμισε ύστερα από πάνω από το βουνό, για να μη μιλήσει. Να τι γίνεται στο βασίλειο μας!
– Παναγία μου! μουρμούρισε η Ειρηνούλα με δάκρυα στα μάτια.
Πέρασαν από μια μικρή χώρα, με δρόμους στραβούς και βρώμικους και σπίτια μισορημαγμένα.
Πάνω από μια πόρτα παρατήρησαν κάτι μαύρα γράμματα. Μα δεν ήξεραν να τα διαβάσουν.
– Ας χτυπήσομε να ρωτήσομε τι είναι δω, είπε το Βασιλόπουλο.
Χτύπησαν την πόρτα και τους άνοιξε ένας άνθρωπος χλωμός και αδύνατος, που βαστούσε ένα βιβλίο στο χέρι.
– Τι θέλετε, παιδιά μου; ρώτησε με καλοσύνη.
– Θέλομε να μάθομε τι είναι τούτο το σπίτι, απολογήθηκε το
Βασιλόπουλο.
– Τούτο το σπίτι; Μα το γράφει απ' έξω, παιδιά μου! είπε με απορία ο άνθρωπος δείχνοντας τα μαύρα γράμματα πάνω από την πόρτα.
– Δεν ξέρομε να διαβάσομε, είπε ντροπιασμένα η Ειρηνούλα.
– Α…; έκανε ο άνθρωπος. Ωστόσο, σε όλο το βασίλειο είναι τα ίδια χάλια, και κανένας νέος δεν ξέρει πια να διαβάσει.
Και τους εξήγησε πως απ' έξω έγραφε:
«Σχολείο του Κράτους»
– Σχολείο! αναφώνησε με χαρά το Βασιλόπουλο. Ποτέ μου δεν είδα σχολείο, και ήθελα τόσο να ξέρω πώς είναι! Μα πού είναι τα παιδιά;
Ο άνθρωπος έξυσε το αυτί του, κοντοστάθηκε, και στο τέλος είπε:
– Λείπουν αυτή την ώρα.
– Και τι ώρα θα γυρίσουν για το μάθημα; Θα ήθελα να τα δω, είπε το Βασιλόπουλο.
– Μα… δεν κάνουν μάθημα… αποκρίθηκε διστακτικά ο άνθρωπος.
Και βλέποντας την απορία στα μάτια του αγοριού:
– Ε, ναι! δεν τους κάνω μάθημα! ξέσπασε και του είπε με πίκρα. Σα να είναι κι εύκολο να κάνει κανείς εκείνο που πρέπει σε τούτο τον τόπο! Μ' έβαλε το Κράτος δάσκαλο, και μου παραδίνει τα παιδιά του να τους μάθω γράμματα. Μα ξεχνά να με πληρώσει, ξεχνά πως έχω ανάγκες κι εγώ, πως πρέπει και να φάγω και να ντυθώ! Έρχονται τα παιδιά, μα δεν τους κάνω μάθημα. Τα βάζω στο περιβόλι να σκάβουν, για να βγάλω το ψωμί μου, και τα στέλνω στο δάσος να μου μαζέψουν πότε φράουλες, πότε κούμαρα ή άλλα φρούτα της εποχής. Είμαι άνθρωπος κι εγώ! Κι εγώ πρέπει να ζήσω!
Τα έλεγε αυτά ο δάσκαλος με παράπονο, και βούρκωναν τα μάτια του.
Το Βασιλόπουλο τον κοίταζε συλλογισμένο. Το πρόσωπο του ήταν σοβαρό.
– Και ποιος σε υποχρεώνει να μείνεις δάσκαλος; ρώτησε.
– Αμ' αλλιώς θα πεθάνω από το κρύο. Εδώ τουλάχιστον έχω σπίτι!
– Το σπίτι λοιπόν το δέχεσαι, είπε το Βασιλόπουλο με αναμμένα μάτια, μα το χρέος σου δεν το κάνεις!
Ο δάσκαλος χαμογέλασε.
– Σα να είναι κι εύκολο! είπε