Παραμύθι χωρίς όνομα. Penelope Stephanou Delta
Ήταν όμως και κουτός! Ήλθε και παραπονέθηκε πως κάποιος, λέει, παλατιανός του έκλεψε κότες, κρασί, και δεν ξέρω τι άλλο, και τον γκρέμισε, λέει, στο ρίζωμα του βουνού, όπου έσπασε το κεφάλι του. Του κλέψανε, λέει, και τ' ωρολόγι του και δυο ασημένια τάληρα. Καταλαβαίνεις πως τον αποπήρε η Εξοχότητά του ο κυρ-Λαγόκαρδος ο δικαστής, τον είπε ψεύτη και κλέφτη, μας είπε μας, πως όχι μόνο δεν ήταν αλήθεια πως του κλέψανε τις κότες του, αλλά πως αυτός τις είχε κλέψει από δεν ξέρω πού, πρόσταξε να τον δείρουν ώσπου να ομολογήσει, λέει, την αλήθεια. Τότε φοβήθηκε ο Κακομοιρίδης και είπε να μην τον δείρουν, παρά πως παραδέχουνταν να πάγει φυλακή, και ας πουν πως αυτός έκλεψε τις κότες. Δεν κάθουνταν στ' αυγά του ο κουτός, μόνο γύρευε δικαστήρια και δικαιοσύνη!
– Μα είναι αμαρτία! Είναι αμαρτία! φώναξε έξω φρενών το Βασιλόπουλο.
– Αμαρτία, ξαμαρτία, αυτά έχουν τα δικαστήρια! αποκρίθηκε ο άλλος.
– Όχι, αυτά δεν πρέπει να 'χουν τα δικαστήρια! είπε το Βασιλόπουλο.
Πού κάθεται ο δικαστής;
Του έδειξαν το σπίτι, και τραβώντας την Ειρηνούλα από το χέρι, έτρεξε και χτύπησε την πόρτα.
Ο δικαστής εκείνη την ώρα είχε γυρίσει στο σπίτι του, και στρωμένος στο τραπέζι, με γλύκα έτρωγε τσίρους κι έπινε μαστίχα.
– Ποιος είναι αυτού; φώναξε με γεμάτο στόμα, χωρίς να σηκωθεί.
– Άνοιξε! πρόσταξε το Βασιλόπουλο. Έχω να σου πω για τον
Κακομοιρίδη.
– Μα δε μ' αφήνεις ήσυχο! αποκρίθηκε ο δικαστής, και τσάκισε άλλον ένα ξεροψημένο τσίρο.
– Άνοιξε! φώναξε το Βασιλόπουλο. Ειδεμή σου τ' ορκίζομαι, πριν σηκωθεί ο ήλιος, θα σου έχω κόψει το κεφάλι!
– Παναγιά μου! αναφώνησε ο κυρ-Λαγόκαρδος. Ο Βασιλιάς θα είναι!
Τρέμοντας σαν το φύλλο, έτρεξε και άνοιξε την πόρτα.
Μα σαν είδε μπροστά του δυο παιδιά, ο φόβος του έγινε θυμός.
– Για να σου πω, με κοροϊδεύεις; ρώτησα απότομα. Έξω από δω, ειδεμή σας βάζω και τους δυο στη φυλακή.
Ήσυχα, μα αποφασιστικά, το Βασιλόπουλο τον παραμέρισε και μπήκε μέσα με την αδελφή του.
– Το καλό που σου θέλω, κυρ-Λαγόκαρδε, να μ' ακούσεις, είπε.
Κλείσε την πόρτα σου κι έλα δω.
Το προστακτικό ύφος του αγοριού έκανε τον Λαγόκαρδο να ζαρώσει.
– Τι θέλεις; ρώτησε μουδιασμένος.
– Θέλω να βγάλεις τον Κακομοιρίδη από τη φυλακή, αμέσως.
– Καλά, καλά, έχομε καιρό γι' αυτό, είπε λαφριά ο δικαστής.
Τώρα είναι ζεστοί και ορεκτικοί οι τσίροι. Θες κανένα;
– Δε χωρατεύω, κυρ-Λαγόκαρδε, είπε αυστηρά το Βασιλόπουλο. Ή θα βγάλεις αμέσως τον Κακομοιρίδη από τη φυλακή ή θα λογαριαστείς με μένα.
– Α, μα για να σου πω, με ζάλισες επιτέλους! είπε ο δικαστής που ξανάρχισε να θυμώνει. Δε μου λες ποια είναι η αφεντιά σου, που φοβερίζεις κιόλα;
– Είμαι ο γιος του Βασιλιά και σε διατάζω! αποκρίθηκε εξοργισμένο το Βασιλόπουλο.
Ο κυρ-Λαγόκαρδος τα έχασε. Έκανε να υποκλιθεί κι έμεινε διπλωμένος δυο κάτια.
– Διάταξε… διάταξε το δούλο σου… μουρμούρισε τρέμοντας.
– Να ελευθερώσεις αμέσως τον Κακομοιρίδη! πρόσταξε το Βασιλόπουλο.
– Αμέσως,