Παραμύθι χωρίς όνομα. Penelope Stephanou Delta
το συλλογίστηκα αυτό ποτέ, είπε συλλογισμένο το Βασιλόπουλο.
Και μένα η ώρα μου φαίνεται ατέλειωτη!
– Και όμως η ώρα είναι πολύτιμη, αποκρίθηκε η Γνώση. Σε τι καταγίνεσαι όλη μέρα;
– Σε τίποτα! Σε τι μπορώ να καταγίνω; Ο καθένας ζει και καταγί- νεται για τον εαυτό του, κι εγώ δεν έχω ανάγκη από τίποτα.
– Μα ο τόπος σου έχει ανάγκη από σένα.
– Μπα! Ο καθένας φροντίζει για τον εαυτό του και κουτσοζεί.
– Καλά το είπες, πως κουτσοζεί, αποκρίθηκε λυπημένη η Γνώση.
Και ο τόπος σου κουτσοζεί. Το καταδέχεσαι όμως;
– Τι να του κάνω;
– Αν ο καθένας σκέπτουνταν λιγότερο το άτομο του και δούλευε περισσότερο για το γενικό καλό, θα έβλεπε μια μέρα πως πάλι για τον εαυτό του δούλεψε, και πως αντί να κουτσοζεί, κατάφερε να καλοζεί.
– Δεν καταλαβαίνω, μουρμούρισε το Βασιλόπουλο.
Η Γνώση γέλασε.
– Σε σκότισα; είπε. Μ' αν πας πίσω στο λαό σου, και ζήσεις ανάμεσα του, και μιλήσεις μαζί του, και ακούσεις τα όσα έχει να σου πει, θα εννοήσεις τότε καλύτερα.
– Θα πάγω! είπε σοβαρά το Βασιλόπουλο.
Τα δυο αδέλφια μπήκαν στο μαγειριό ν' αποχαιρετήσουν την κυρα-Φρόνηση, και τη βρήκαν που κοκκίνιζε κρέας στο χαρανί.
– Πώς; Δε θα μείνετε να γευθείτε το γιαχνί μου; ρώτησε η γριά.
– Σ' ευχαριστούμε, όχι, είπε το Βασιλόπουλο. Βιάζομαι να πάγω πίσω.
Η γριά έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί για τον καθένα και το έχωσε στην τσέπη τους.
– Ο δρόμος είναι μακρύς, είπε. Στο καλό, παιδιά μου. Αποχαιρέτησαν τη Γνώση, και τ' αδέλφια πήραν πάλι το δρόμο του παλατιού.
Κάθε λίγο γύριζε η Ειρηνούλα να δει το ανοιχτόκαρδο άσπρο σπιτάκι που ξεχώριζε ανάμεσα στα πράσινα δέντρα. Και όταν χάθηκε από τα μάτια της, αναστέναξε βαριά και κοίταξε τον αδελφό της που πήγαινε ίσια μπροστά του, με σταθερό βήμα και με το μέτωπο ψηλά.
Δ'. ΣΤΟ ΓΥΡΙΣΜΟ
Πολλές ώρες περπατούσαν στον ξερό απέραντο κάμπο. Στο τέλος έφθασαν σ' ένα ερειπωμένο χωριουδάκι, όπου μόλις δυο-τρία σπίτια στέκουνταν ακόμα όρθια. Σταμάτησαν στο πρώτο και χτύπησαν την πόρτα. Τους άνοιξε ένας μεσόκοπος άνθρωπος, με κατσουφιασμένο πρόσωπο και βρώμικα ρούχα.
– Τι θέλετε; ρώτησε απότομα.
– Να καθήσομε λιγάκι. Είμαστε κουρασμένοι, αποκρίθηκε το
Βασιλόπουλο.
– Δεν είναι δω ξενοδοχείο, είπε ο άνθρωπος. Κι έκλεισε την πόρτα.
Τ' αδέλφια κάθησαν στο πεζούλι κι έβγαλαν να φάγουν το ψωμί τους.
Σε λίγο άκουσαν το παράθυρο που άνοιγε με προσοχή. Γύρισαν και είδαν τον ίδιο άνθρωπο.
– Τι μου καθήσατε κει, στο κατώφλι μου; είπε απότομα.
– Σ' ενοχλούμε; ρώτησε το Βασιλόπουλο χωρίς να σηκωθεί.
– Βέβαια μ' ενοχλείτε! Τραβάτε το δρόμο σας! αποκρίθηκε ο άνθρωπος. Δε μ' αρέσουν οι ζητιάνοι.
– Δε σου ζητούμε τίποτα, είπε ήσυχα το Βασιλόπουλο.
Ο άνθρωπος θύμωσε.
– Το κατώφλι είναι δικό μου! φώναξε. Γκρεμιστείτε από δω, ειδεμή σας πιάνω με το ξύλο!
Τα δυο αδέλφια σηκώθηκαν και πήγαν παρακάτω. Μα ο ανοιξιάτικος ήλιος ήταν ζεστός, και, για να βρουν δροσιά, πήγαν στο πίσω μέρος του