Παραμύθι χωρίς όνομα. Penelope Stephanou Delta
Αγκαλά εκείνη τα ξέρει ολ' αυτά καλύτερα και από μένα.
Και πήγε στο μαγειριό της να ετοιμάσει το φαγί.
– Πες μου εσύ, Γνώση, είπε πάλι το Βασιλόπουλο, γιατί λέγει η μάνα σου πως είναι κρίμα να φύγω μακριά;
Η κόρη δίστασε. Ύστερα είπε δειλά:
– Γιατί ο γιος του Βασιλιά δεν πρέπει ν' αφήνει τον τόπο του.
Το Βασιλόπουλο ξαφνίστηκε.
– Πώς το ξέρεις ποιος είμαι; ρώτησε.
– Σε ξέρει η μάνα μου. Μια φορά καθόμαστε κι εμείς στο παλάτι.
Μα πέρασαν πολλά χρόνια από τότε.
– Και γιατί φύγατε;
– Γιατί άλλες παρακόρες πήραν τη θέση της μητέρας μου και δεν μπορούσαμε πια να μείνουμε. Φύγαμε από το παλάτι και καθήσαμε σ' ένα σπιτάκι στη χώρα, στο ρίζωμα του βουνού. Μα οι καινούριες παρακόρες μας έδιωξαν και από κει, και φύγαμε και πήγαμε πιο μακριά, και ακόμα πιο μακριά, και στο τέλος ήλθαμε δω, στην άκρη του βασιλείου, όπου δε μας βλέπει κανείς, ούτε μας σχετίζεται άνθρωπος. Και ζούμε, ολομόναχες, στη μοναξιά της εξοχής που άλλοτε ήταν κατάφυτη και κατοικημένη, μα που τώρα είναι όλο πέτρες κι ερημιά.
– Κι εμείς να έλθομε δω! είπε η Ειρηνούλα. Είναι τόσο ήσυχα και όμορφα!
– Δεν μπορείτε σεις, είπε η Γνώση.
– Γιατί; ρώτησε το Βασιλόπουλο.
– Γιατί πρέπει να μείνεις ανάμεσα στο λαό σου.
– Αχ, δεν μπορώ! αναφώνησε το Βασιλόπουλο. Δεν ξέρεις τι είναι ο λαός μου, το παλάτι, όλος ο τόπος…
– Διόρθωσε τον, αποκρίθηκε η κόρη.
– Εγώ; Πώς; Μα είμαι ακόμα παιδί, δεν ξέρω τίποτα, δεν έμαθα τίποτα, δεν είμαι τίποτα.
Η κόρη τον κοίταξε συλλογισμένη.
– Γιατί θέλησες να φύγεις; ρώτησε.
– Γιατί πονούσα πολύ μέσα στην κακοήθεια και στην αταξία του παλατιού.
– Λοιπόν θα πει πως έχεις μέσα σου κάτι, που αξίζει πιότερο από κείνα που δεν έμαθες.
– Τι έχω;
– Έχεις φιλοτιμία και αξιοπρέπεια.
Το Βασιλόπουλο συλλογίστηκε λίγο. Ύστερα ρώτησε:
– Και τι μου χρησιμεύουν αυτά;
– Χρησιμεύουν να βρεις μέσα σου τη δύναμη και τη θέληση να ξαναφτιάσεις το έθνος σου.
– Μα πώς! Πώς!
– Ξέρω κι εγώ τι να σου πω; Εγώ να ήμουν στη θέση σου, θα πήγαινα πίσω και θα γύριζα σ' όλο το βασίλειο. Μη μείνεις κλεισμένος στο παλάτι, παρά μίλησε με το λαό σου, γνώρισε τον, ζήσε κοντά του και μάθε την αιτία του κακού. Ζήσε και στη φύση, άκουσε τι θα σου πουν τα πουλιά και τα δέντρα και τα λουλούδια και τα έντομα. Να ήξερες εκεί πόσες αλήθειες μαθαίνει κανείς, πόσα παραδείγματα βρίσκει!.. Και οπόταν θελήσεις, έλα πάλι να μας βρεις.
Το Βασιλόπουλο έμεινε συλλογισμένο πολλήν ώραν.
Ύστερα είπε:
– Θα πάγω πίσω, Γνώση, και θα γυρίσω σε όλο το βασίλειο.
Ευχαριστώ.
Θέλησε να την αποχαιρετήσει, μα η κόρη τον εσταμάτησε.
– Δε θες να σταθείς ακόμα λίγο; ρώτησε. Είσαι κατακουρελιασμένος και συ και η αδελφή σου. Έχω κάτι να χαρίσω της Βασιλοπούλας που θα της χρησιμεύσει πολύ.
Έβγαλε από την τσέπη της μια θήκη με βελόνες κι ένα κουβάρι κλωστή, και της τα έδωσε.
– Βλέπεις, είπε, δεν είναι μεγάλο δώρο, ούτε ακριβό. Είναι όμως πολύτιμο.
Η