Quo Vadis. Генрик Сенкевич
αρχηγόν της λεγεώνος του Δουνάβεως, να επιβλέπη προσεκτικώς τας διαφόρους φάσεις του πολέμου και να μη επιτρέψη την διατάραξιν της ειρήνης της χώρας μας. Ο Χίστερ απήτησε τότε από τους Λίγειας την υπόσχεσιν ότι δεν θα διαβώσι τα σύνορα. Οι Λίγειες όχι μόνον υπεσχέθησαν τούτο, αλλ' έδωσαν και ομήρους, μεταξύ των οποίων την σύζυγον και την θυγατέρα του αρχηγού των. Δεν αγνοείς ότι κατά τον πόλεμον οι βάρβαροι σύρουν μαζί των γυναίκας και παιδία… Η Λίγειά μου λοιπόν είνε η κόρη του αρχηγού των Λιγείων.
– Πόθεν γνωρίζεις πάντα ταύτα;
– Ο ίδιος Άουλος Πλαύτιος μου τα αφηγήθη. Οι Λίγυες αληθώς δεν διήλθον τότε τα σύνορα. Ενίκησαν τους Σουαβούς του Βαννίου και τους Ιαζύγους, αλλ' ο βασιλεύς απωλέσθη. Και απεσύρθησαν με την λείαν των, αφήσαντες και τους ομήρους των, την Λίγειαν δηλ. και την μητέρα της, Η μήτηρ μετ' ολίγον απέθανε. Διά να απαλλαγή του τέκνου ο Χίστερ, έπεμψεν αυτό προς τον διοικητήν της Γερμανίας Πομπώνιον. Ούτος μετά την λήξιν του πολέμου κατά των Γάττων επέστρεψεν εις Ρώμην, έφερε δε μαζί του και την Λίγειαν, την οποίαν ενεπιστεύθη εις την αδελφήν του Πομπωνίαν Γραικίναν, την σύζυγον του Πλαυτίου. Εις τον οίκον αυτόν όπου τα πάντα είναι ενάρετα, από των οικοδεσποτών μέχρι των πουλερικών, η Λίγεια ανεπτύχθη και αυτή τόσον ενάρετος, όσον η Γραικίνα, και τόσον ωραία, ώστε πλησίον της η Ποππέα φαίνεται σαν φθινοπωρινόν σύκον πλησίον ενός μήλου των Εσπερίδων,
– Λοιπόν;
– Σου το επαναλαμβάνω, αφ' ης στιγμής είδον το φως να παίζη ανάμεσα εις το σώμα της, την ηγάπησα.
– Είναι λοιπόν τόσον διαφανής;
– Μη αστειεύεσαι, Πετρώνιε, σε παρακαλώ, υποφέρω διά την Λίγειαν. Θέλω οι βραχίονές μου να την σφίξουν. Θέλω να αναπνέω την αναπνοήν της. Εάν ήτο δούλη, θα έδιδον δι' αυτήν εις τον Άουλον εκατόν νεανίδας.
– Δεν είναι δούλη, αλλ' αποτελεί μέλος της οικογενείας του Πλαυτίου· και επειδή είναι κόρη έρημος, δικαιούται κανείς να την θεωρήση ως αδέσποτον, και ο Πλαύτιος δύναται να σου την παραχωρήση αν θέλη.
– Φαίνεται ως να μη γνωρίζης την Πομπωνίαν Γραικίναν. Αμφότεροι άλλως τε την αγαπούν ως να ήτο τέκνον των.
– Γνωρίζω τον Άουλον Πλαύτιον, όστις, αν και μέμφεται τον τρόπον της ζωής μου, έχει συμπάθειαν προς εμέ. Γνωρίζει ότι δεν υπήρξα ποτέ καταδότης, όπως παραδείγματος χάριν ο Δομίτιος Άτερ, ο Τιγελλίνος, όλη η συμμορία των φίλων του Αενοβάρβου. Εάν νομίζης ότι είμαι κατάλληλος να επιτύχω τι από τον Άουλον, σου προσφέρω τας εκδουλεύσεις μου.
– Έχεις επιρροήν επ' αυτού· επί πλέον το πνεύμα σου είνε ανεξάντλητον εις σχέδια.. Ναι.. εάν έκαμες λόγον εις τον Πλαύτιον;.
– Μεγαλοποιείς την επιρροήν μου και την ευφυίαν μου, αλλ' έστω, θα υπάγω να ομιλήσω εις τον Πλαύτιον ευθύς ως επιστρέψη εις Ρώμην.
– Επανήλθε προ δύο ημερών.
– Εν τοιαύτη περιπτώσει ας μεταβώμεν εις το τρίκλινον (τραπεζαρίαν) όπου μας περιμένει το πρόγευμα, και αφού αναλάβωμεν δυνάμεις, θα μεταβώμεν εις του Πλαυτίου.
– Πάντοτε μου ήσο προσφιλέστατος, Πετρώνιε, τώρα όμως θα τοποθετήσω εν τω μέσω των εφεστίων θεών μου το άγαλμά σου, άγαλμα τόσον ωραίον