Quo Vadis. Генрик Сенкевич

Quo Vadis - Генрик Сенкевич


Скачать книгу
το συμπόσιον του Τριμαλκίωνος. Όσον διά τους στίχους τους αηδίασα, αφ' ότου ο Νέρων ήρχισε να διαπράττη ποιήματα.

      Το φορείον εστάθη προ της οικίας του χρυσοχοείου του Ιδομενέως, όπου ο Πετρώνιος κατήλθεν επ' ολίγον, ανήλθε δε πάλιν και διηυθύνθησαν προς την οικίαν του Αούλου.

      Είς νεαρός και στιβαρός θυρωρός τους ήνοιξε την θύραν, την άγουσαν εις το όστιον (δεύτερον πρόδομον), ενώ μία κίσσα εκ του κλωβού της τους υπεδέχετο θορυβωδώς διά της κραυγής: Salve (χαίρε).

      Ενώ μετέβαινον από το Όστιον εις το Άτριον (αντιθάλαμον), ο Βινίκιος ηρώτησε:

      – Παρετήρησες ότι ο θυρωρός δεν φέρει αλύσεις;

      – Είναι περίεργος οικία, απήντησε χαμηλή τη φωνή ο Πετρώνιος. Βεβαίως θα ήκουσες να λέγουν ότι η Πομπονία Γραικίνα ήγειρεν υπονοίας ότι είνε μύστις ανατολικών δοξασιών βασιζομένων επί της λατρείας κάποιου Χριστού.

      – Βραδύτερον θα σου είπω τι έχω ακούσει και ιδή εδώ μέσα.

      Ευρίσκοντο εις το άτριον. Ο δούλος ο τεταγμένος εις την φύλαξιν αυτού έστειλε τον ονοματοκλήτορα ν' αναγγείλη τους επισκέπτας, συγχρόνως δε άλλοι δούλοι τους παρουσίασαν καθίσματα και ετοποθέτησαν μικρά σκαμνία υπό τους πόδας των.

      Ο Πετρώνιος, όστις εφαντάζετο ότι εις την αυστηράν εκείνην οικίαν επεκράτει διηνεκής ανία, δεν ήρχετο ποτέ του εις αυτήν. Παρετήρει λοιπόν περίεργος και εξεπλήττετο βλέπων πολλήν φαιδρότητα, φιλοκαλίαν, πληθώραν ανθέων και φωτός, ουδέν δε ίχνος πλήξεως.

      Μετ' ολίγον είς δούλος ανεσήκωσε το παραπέτασμα, το οποίον εχώριζε το άτριον από το γραμματοφυλάκιον και εφάνη ο Άουλος Πλαύτιος.

      Ήτο ανήρ κλίνων ήδη προς το γήρας, αλλ' εύρωστος και του οποίου το ζωηρόν πρόσωπον, καίτοι ολίγον μικρόν, ήτο μάλλον σιμόν. Την στιγμήν εκείνην η όψις του εξέφραζεν έκπληξη και κάποιαν ανησυχίαν διά την ασυνήθη παρουσίαν του φίλου του συντρόφου και του εμπίστου του Νέρωνος.

      Ο Πετρώνιος εγνώριζε πολύ καλά τον κόσμον και ήτο αρκετά έξυπνος, ώστε να αντιληφθή τούτο· δι' ό μετά τους πρώτους χαιρετισμούς εξήγησε την παρουσίαν του με όλην την ετυμότητα και όλην την προθυμίαν του, είπεν ότι ήρχετο να ευχαριστήση τον Πλαύτιον διά τας περιποιήσεις, τας οποίας ο ανεψιός του είχε λάβει εις την οικίαν ταύτην και ότι ήλθε εξ ευγνωμοσύνης και μόνον, ενθαρρυνθείς εκ των παλαιών των σχέσεων.

      – Καλώς ήλθες, είπεν ο Πλαύτιος. Αλλ' εγώ μάλλον σου οφείλω πιθανώς

      ευγνωμοσύνην, αν και δεν υποπτεύεις το αίτιον.

      Ο Πετρώνιος μάτην ύψωσε τους λεπτοκαρυόχρους οφθαλμούς του και προσεπάθει να ενθυμηθή. Δεν εμάντευε τίποτε.

      – Αγαπώ, επανέλαβεν ο Άουλος, και εκτιμώ πολύ τον Βεσπασιανόν, του οποίου έσωσες την ζωήν, την ημέραν καθ' ην είχε το ατύχημα ν' αποκοιμηθή ακούων τους στίχους του Καίσαρος.

      – Ειπέ μάλλον το «ευτύχημα», απήντησεν ο Πετρώνιος διότι δεν τους ήκουσε· πλην ομολογώ ότι το τυχαίον αυτό περιστατικόν παρ' ολίγον να τελειώση κακά. Ο Χαλκοπώγων ήθελεν ωρισμένως να του στείλη δι' ενός εκατοντάρχου την φιλικήν συμβουλήν να ανοίξη τας φλέβας του.

      – Και συ, Πετρώνιε, εχλεύασες τον Καίσαρα;

      – Καθόλου· του παρέστησα ότι, αν ο Ορφεύς ηδύνατο με το


Скачать книгу