Quo Vadis. Генрик Сенкевич
όλα τα συμβαίνοντα και να παρέχω τας πληροφορίας μου εις τους έχοντας ανάγκην αυτών. Όταν δραπετεύση είς δούλος με αξίαν, ποίος άλλος τον ανευρίσκει από εμέ; Όταν εις τους τοίχους εμφανίζονται επιγραφαί προσβλητικαί δια την θείαν Ποππέαν, τις υποδεικνύει τους ενόχους; Ποίος ανακαλύπτει εις τα βιβλιοπωλεία στίχους κατά του Καίσαρος; Ποίος αναφέρει τα λεγόμενα εις τας οικίας των συγκλητικών και των ιππέων; Και ποίος φέρει τας επιστολάς, τας οποίας δεν θέλουν να εμπιστευθώσιν εις δούλον; Ποίος μαντεύει τα συμβαίνοντα εις οικίαν τινά από του ατρίου μέχρι του κήπου; Ποίος γνωρίζει όλας τας οδούς, όλα τα αδιέξοδα, όλας τας κρύπτας; Ποίος ηξεύρει ότι λέγεται εις τας θέρμας, εις τον ιππόδρομον, εις τας αγοράς, εις τα σχολεία των θηριομάχων, εις τα παραπήγματα των δουλεμπόρων, ακόμη και εις τα αμφιθέατρα; Ποίος άλλος από τον Χίλωνα;
– Μα όλους τούς θεούς! Αρκεί, κλεινέ σοφέ.. Ηξεύρομεν τώρα τι είσαι.
Και αυτός ο Βινίκιος ήτο ευχαριστημένος, διότι έλεγε καθ' εαυτόν, ότι είς τοιούτος άνθρωπος, ως κύων κυνηγετικός, όταν άπαξ ετίθετο επί τα ίχνη, δεν θα εσταμάτα πριν ή εύρη το κρησφύγετον.
– Καλά, είπεν έχεις ανάγκην οδηγιών;
– Έχω ανάγκην όπλων.
– Ποίων όπλων; ηρώτησεν ο Βινίκιος έκπληκτος.
Ο Έλλην ήνοιξε την παλάμην και έκαμε με την άλλην χείρα χειρονομίαν σημαίνουσαν ότι ήθελε να του μετρήση χρήματα.
– Οι καιροί το επιβάλλουν αυθέντα, είπε μετά στεναγμού.
– Τότε, θα είσαι ο πείσμων άνθρωπος, ο οποίος καταλαμβάνει το
φρούριον εξ εφόδου λαμβάνων σάκκους χρυσού.
– Είμαι απλούστατα πτωχός φιλόσοφος, απεκρίθη εκείνος με ταπεινόν
ύφος. Τον χρυσόν τον φέρετε σεις.
Ο Βινίκιος του έρριψεν έν βαλάντιον.
Εκείνος το ήρπασε πριν πέση κατά γης.
– Έπειτα ήγειρε την κεφαλήν και είπε:
– Αυθέντα, γνωρίζω περί της υποθέσεως περισσότερα από όσα υποθέτεις. Δεν ήλθον εδώ με κενάς τας χείρας, είπεν, ενθυλακώνων το βαλάντιον. Ηξεύρω ότι η παρθένος δεν απήχθη από τους Αούλους, διότι ωμίλησα ήδη με τους δούλους των. Ηξεύρω ότι δεν είναι ούτε εις το Παλατίνον, όπου όλοι ασχολούνται με την μικράν Αυγούσταν. Ηξεύρω, ότι η φυγή της προητοιμάσθη παρ' ενός δούλου προερχομένου εκ της αυτής με εκείνην χώρας. Δεν ηδυνήθη να εύρη βοήθειαν από τους δούλους, διότι οι δούλοι συνδέονται μεταξύ των και δεν θα την εβοήθουν εναντίον δούλων ιδικών σου. Δεν ηδυνήθη να εύρη βοήθειαν παρά μόνον από τους ομοθρήσκους της.
– Ακούεις, Βινίκιε! διέκοψεν ο Πετρώνιος, δεν το είπα εγώ;
– Είνε μεγάλη τιμή δι' εμέ, είπεν ο Χίλων. Η παρθένος, αυθέντα, εξηκολούθησεν, απευθυνόμενος προς τον Βινίκιον, λατρεύει ασφαλώς την αυτήν θεότητα την οποίαν και η πλέον ενάρετος Ρωμαία, η Πομπωνία, αλλά δεν ηδυνήθην να μάθω από τους ανθρώπους της ποίος Θεός είνε ο παρ' αυτής λατρευόμενος και πώς εκαλούντο οι πιστοί του. Εάν ηδυνάμην να το μάθω θα επήγαινα πλησίον των, θα εγινόμην ο ευσεβέστερος των προσηλύτων και θα είλκυον την εμπιστοσύνην των. Αλλά συ κύριε, συ όστις, καθώς γνωρίζω, διήλθες δεκαπέντε ημέρας εις την οικίαν του ευγενούς Αούλου, θα δύνασαι να μου δώσης πληροφορίαν τινά περί της θρησκείας ταύτης;
– Όχι.. είπεν ο Βινίκιος.
– Δεν