Quo Vadis. Генрик Сенкевич
προ της θεραπείας του παιδίου, μη κάμης λόγον περί της Λιγείας. Οι οφθαλμοί της αρκετά έκλαυσαν εξ αιτίας σου.
– Την αγαπάς, Ακτή; ηρώτησεν ο Βινίκιος με μελαγχολικήν φωνήν.
Μάλιστα! έμαθα να την αγαπώ, διότι την συνεπάθησα.
– Την αγαπάς· δεν σου απέδωκε μίσος αντί αγάπης καθώς εις εμέ!
– Άνθρωπε παράφορε και τυφλέ· εκείνη σε ηγάπα.
Ο Βινίκιος ανεσκίρτησεν.
– Δεν είναι αληθές!
Η Ακτή, η τόσον προσηνής συνήθως, ηγανάκτησε και αυτή και του είπε να σκεφθή, πώς είχε δοκιμάσει να την προσελκύση; Αντί να υποκλιθή ενώπιον της Πομπωνίας και του Αούλου, και να την ζητήση από αυτούς, την είχεν αρπάσει εξαπίνης από τους γονείς της τους θετούς. Ήθελε να την κάμη όχι σύζυγον, αλλά παλλακίδα, αυτήν, θυγατέρα βασιλέως. Είχε πλήξει τους αθώους οφθαλμούς της εις το θέαμα των οργίων. Είχε λησμονήσει τι ήτο ο οίκος των Αούλων, ποία ήτο η Πομπωνία, η θετή μήτηρ της Λιγείας; Δεν είχεν εννοήσει ότι η αθώα εκείνη κόρη θα προετίμα τον θάνατον παρά την ατίμωσιν! Λοιπόν, όχι! Η Λίγεια δεν της είχε κάμη εξομολογήσεις, αλλά τη είχεν ειπεί ότι επερίμενε την σωτηρίαν απ' αυτόν τον Βινίκιον. Και όταν ωμίλει δι' αυτόν ηρυθρία. Η καρδία της έπαλλε δι' αυτόν, αλλ' αυτός την ετρόμαξε, την εξηυτέλισε, την προσέβαλεν.
– Είναι πολύ αργά! εγόγγυσεν εκείνος.
Μία άβυσσος έχαινεν έμπροσθέν του. Δεν ήξευρε τι να πράξη, τι να επιχειρήση και πού να αποταθή. Ως μία ηχώ η Ακτή επανέλαβε: «Πολύ αργά!» και οι λόγοι ούτοι, προφερόμενοι από άλλο στόμα αντήχησαν δι' αυτόν ως θανατική απόφασις.
Και ητοιμάζετο να απομακρυνθή χωρίς μάλιστα να αποχαιρετήση την
Ακτήν, οπότε αίφνης το παραπέτασμα της θύρας του ατρίου ανεσύρθη.
Ο Βινίκιος είχεν ενώπιόν του την πενθηφορούσαν Πομπωνίαν Γραικίναν. Και αυτή είχε μάθη την εξαφάνισιν της Λιγείας, και σκεφθείσα ότι ήτο ευκολώτερον εις αυτήν παρά εις τον Άουλον να μεταβή πλησίον της Ακτής, ήρχετο να ζητήση πληροφορίας. Ιδούσα τον Βινίκιον, έστρεψε προς αυτόν το ασθενές και ωχρόν πρόσωπόν της.
– Μάρκε, ο Θεός να σου συγχωρήση το άδικον, το οποίον μας έκαμες, εις ημάς και εις την Λίγειαν.
Εκείνος ίστατο εκεί με σκυμμένην την κεφαλήν έχων συναίσθησιν της συμφοράς και της ευθύνης, ανίκανος να εννοήση ποίος Θεός έμελλε και ηδύνατο να τον συγχωρήση, και διατί η Πομπωνία ωμίλει περί συγγνώμης, ενώ έπρεπε να ομιλή περί εκδικήσεως.
Τέλος εξήλθε, χωρίς ελπίδας και εν πλήρει απογνώσει.
Αίφνης τον εσταμάτησεν ο Πετρώνιος. Ο Βινίκιος τον απώθησεν, αλλ' εκείνος τον έλαβεν από του βραχίονος και τον έσυρε προς εαυτόν.
– Εάν θέλης να μάθης κάτι διά την Λίγειαν, έλα μαζή μου, είπε, θα
σου ανακοινώσω τας σκέψεις μου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι'
Εισήλθον εις το εσωτερικόν περιστύλιον και εκάθησαν επί μαρμαρίνου καθίσματος διά να συνομιλήσουν.
– Η αρπαγή, είπεν ο Πετρώνιος, έγινε με τρόπον μυστηριώδη· δεν είναι έργον ούτε του Καίσαρος, ούτε του Αούλου. Ο γίγας Λιγειεύς θα την απήγαγεν, αλλά δεν ήτο δυνατόν μόνος του να επαρκέση εις την πράξιν αυτήν, θα είχε λοιπόν βοηθούς…
– Ποίους;
– Τους ομοθρήσκους