Quo Vadis. Генрик Сенкевич
αστραπιαίως όλον το παρελθόν του, ο Βινίκιος ανεπόλησε την Λίγειαν. Την έβλεπεν, ήκουεν έκαστον των λόγων της. Την έβλεπε παρά το χείλος της κρήνης και εις την οικίαν των Αούλων και εις το συμπόσιον. Την ησθάνετο πλησίον του, ησθάνετο το άρωμα της κόμης της, ενεθυμείτο το ηδυπαθές των ασπασμών του, με τους οποίους εις το συμπόσιον εκείνο είχε κατακαλύψει τα αθώα χείλη της. Και όταν ανελογίζετο ότι θα την απήλαυεν ο Νέρων, επνίγετο από λύσσαν τόσον τρομεράν, ώστε επεθύμει να κτυπήση την κεφαλήν του εις τον τοίχον.
Μόνη η σκέψις της εκδικήσεως του παρείχον ανακούφισίν τινα.
«Θα είμαι ο Κάσσιος Χαιρέας σου», επανελάμβανεν. Έλαβεν ολίγον χώμα από τα ανθοδοχεία, και έκαμε φοβερόν όρκον εις την Εκάτην, τον Έρεβον και τους Εφεστίους θεούς, ότι θα ελάμβανεν εκδίκησιν κατά του Νέρωνος. Τουλάχιστον τώρα είχε λόγους να ζήση.
Μετέβη εις το Παλατίνον, όπου κατ' αρχάς θα έβλεπε την Ακτήν· ίσως από αυτήν θα εμάνθανε κάτι.
Εις την είσοδον ο φρουρός εκατόνταρχος προσεμειδίασεν αυτώ φιλικώς.
– Χαίρε, ευγενή τριβούνε! είπε: Εάν η επιθυμία σου είναι να υποβάλης τα σέβη σου εις τον Καίσαρα, ακαίρως έρχεσαι, και δεν ηξεύρω μάλιστα αν θα δυνηθής να τον ίδης.
– Τι συμβαίνει; ηρώτησεν ο Βινίκιος.
– Η μικρά Αυγούστα ησθένησεν αιφνιδίως. Ο Καίσαρ και η Αυγούστα ευρίσκονται πλησίον της μετά ιατρών. Όταν εγεννήθη η κόρη αύτη, ο Καίσαρ είχε τρελλαθή από την χαράν του. Και εις την Ποππέαν ακόμη το παιδίον ήτο προσφιλές, διότι είχεν ισχυροποιήσει την θέσιν της και είχε καταστήσει την επιρροήν της ακαταμάχητον. Αυτό ήτο γεγονός σημαντικόν, διότι ο Νέρων υπερηγάπα το θυγάτριόν του.
Εκ της υγείας και της ζωής της μικράς Αυγούστας ηδύνατο να εξαρτηθή η τύχη της Αυτοκρατορίας. Αλλ' ο Βινίκιος δεν έδωσε προσοχήν εις την απάντησιν του στρατιώτου.
– Θέλω απλώς να ίδω την Ακτήν, είπε.
Και διήλθεν.
Αλλά και η Ακτή ευρίσκετο πλησίον του ασθενούς παιδίου, ο δε Βινίκιος ηναγκάσθη να αναμείνη.
Η Ακτή ήλθε μόλις περί την μεσημβρίαν.
Ο Βινίκιος την έδραξεν από την χείρα και σύρων αυτήν προς το κέντρον του θαλάμου ανέκραξεν:
– Ακτή, πού είναι η Λίγεια;
– Και εγώ ήθελα να σε ερωτήσω, απήντησεν εκείνη με κάποιαν απορίαν.
Ο Βινίκιος, καίτοι είχεν αποφασίσει να την ερωτήση αταράχως, με πρόσωπον συσπώμενον εκ λύσσης και οργής, ανέκραξεν:
– Δεν την έχω. Μου την ήρπασαν καθ' οδόν.
Έπειτα πλησιάζων την Ακτήν και σφίγγων τους οδόντας:
– Ακτή, εάν αγαπάς την ζωήν σου, εάν δεν θέλης να γίνης παραίτιος δυστυχιών, ειπέ την αλήθειαν· ο Καίσαρ την ήρπασε; Εις την σκιάν της μητρός σου και μα όλους τους θεούς, δεν είναι εις το παλάτιον;
– Εις την σκιάν της μητρός μου, Μάρκε, δεν την επήρεν ο Καίσαρ. Η μικρά Αυγούστα είναι ασθενής από χθες και ο Νέρων δεν απεμακρύνθη από το λίκνον της.
Ο Βινίκιος ανέπνευσε.
– Τότε, είπε, σφίγγων τας πυγμάς, οι Άουλοι είναι.. και δυστυχία εις αυτούς!
– Ό,τι συνέβη, συνέβη με την θέλησιν της Λιγείας.