Quo Vadis. Генрик Сенкевич
αλλ' η πάλη δεν θα διηωνίζετο. Ο Κρότων ο αρχηγός της σχολής των Θηριομάχων εθεωρείτο δικαίως ως ο ρωμαλεώτερος ανήρ της αυτοκρατορίας. Μετ' ολίγον η αναπνοή του αντιπάλου του επεταχύνθη, ήρχισε να ρογχάζη, έπτυσεν άφθονον αίμα και κατέπεσεν. Επευφημίαι εχαιρέτισαν το τέλος της πάλης.
Ο νικητής με τον ένα πόδα επί των νώτων του ηττημένου, με τους πελωρίους βραχίονας εσταυρωμένους παρετήρησε την ομήγυριν με βλέμμα θριαμβευτικόν.
Εισήλθον ακολούθως εγγαστρίμυθοι και γελωτοποιοί, αλλά δεν συνεκίνησαν, επειδή ο οίνος είχε ταράξει όλων τας φρένας.
Ο ανήρ, από το άρωμα των ελαίων, διά των οποίων θαυμασίας καλλονής έφηβοι έβρεχον τους πόδας των συμποτών, κατέστη δύσπνευστος.
Οι πλείστοι εκ των συνδαιτυμόνων δεν ηδύναντο να σταθούν εις τους πόδας των. Ο Πετρώνιος δεν ήτο μεθυσμένος, αλλ' όστις εν αρχή, κηδόμενος της ουρανίας φωνής του, απέφευγε να πίνη είχεν εκκενώσει κατόπιν κύλικα επί κύλικος και εμεθύσθη. Ήθελε μάλιστα να ψάλη ακόμη στίχους του, στίχους ελληνικούς την φοράν αυτήν, αλλά δεν κατώρθωνε να τους ενθυμηθή, και κατά λάθος έψαλεν άσμα του Ανακρέοντος.
Ο Βινίκιος δεν ήτο ολιγώτερον μεθυσμένος από τους άλλους. Το πρόσωπόν του το μελαψόν είχε γείνει μελανοκόκκινον και με το κολλώδες στόμα του εζήτει να περιπτυχθή την Λίγειαν και έλεγεν εις αυτήν μεγαλοφώνως:
– Δος μου τα χείλη σου. Σήμερον ή αύριον τι διαφέρει! Αρκετά επερίμενα. Ο Καίσαρ σε ανέλαβεν από τους Αούλους διά να σε προσφέρη δώρον εις εμέ, Με εννοείς! Αύριον όταν νυκτώση, οι δούλοι μου θα έλθουν να σε πάρουν, με εννοείς!. Ο Καίσαρ πριν σε ίδη, σε υπεσχέθη εις εμέ.. Οφείλεις να μου παραδοθής! Τα χείλη σου, δος μου τα χείλη σου!
Την περιεπτύχθη. Εκείνη επάλαιεν απηλπισμένη. Εις μάτην με τας δύο χείρας προσεπάθει να διαρρήξη τον εναγκαλισμόν των βραχιόνων εκείνων· μάτην διά φωνής πλήρους τρόμου και πικρίας τον ικέτευε να μη φέρεται ούτω. Δεν ήτο πλέον ο Βινίκιος ο άλλοτε, ο καλός και σχεδόν προσφιλής εις την ψυχήν της· ήτο σάτυρος μοχθηρός.
Εις μάτην, κύπτουσα όπισθεν, απέστρεφε την κεφαλήν διά να αποφύγη τα φιλήματα. Εκείνος ανωρθώθη, την έδραξε με τους δύο βραχίονας, έσυρε την κεφαλήν της επί του στήθους και με στόμα ασθμαίνον ήρχισε να εκμυζά τα ωχρά χείλη της. Εκείνη ησθάνετο ότι έμελλε να υποκύψη.
Αλλά την στιγμήν εκείνην τρομερά δύναμις παρέλυσε τους βραχίονας του αναισχύντου, ως βραχίονας παιδός και τον απώθησεν ως άχυρον ή ξηρόν φύλλον. Ο Βινίκιος έτριψε τους οφθαλμούς του εμβρόντητος και είδεν υπεράνω του το γιγάντιον ανάστημα του Λιγείου Ούρσου· ούτος έμεινεν ακίνητος και ησυχώτατος, αλλ' οι οφθαλμοί του εξακοντίζοντες βλέμματα επί του Βινικίου, είχον έκφρασιν τόσον παράδοξον, ώστε ο νέος ησθάνθη το αίμα του να παγώνη. Έπειτα ο γίγας έλαβε την δέσποινάν του εις τας αγκάλας του και με βήμα κανονικόν εξήλθε του τρικλίνου. Η Ακτή τους ηκολούθησεν.
Ο Βινίκιος έμεινεν επί τινας στιγμάς ως απολιθωμένος. Έπειτα ανεπήδησε και ώρμησε προς την έξοδον.
Λίγεια! Λίγεια!
Αλλ' η κατάπληξις, η μανία του και η μέθη του εξησθένισαν τας κνήμας, εκλονίσθη,