Quo Vadis. Генрик Сенкевич
ήδη την απόφασίν σου. Έχει γόμφους πολύ στενούς.
– Ναι, πολύ στενούς, επανέλαβεν ο Νέρων, ημικλείων τους οφθαλμούς.
Ο Πετρώνιος εμειδίασεν. Εν τω μεταξύ οι συνδαιτυμόνες θορυβωδώς συνεζήτουν περί διαφόρων ζητημάτων.
Τα συμπόσιον εγίνετο ζωηρότερον. Εις πάσαν στιγμήν εξήγον κρατήρας οίνου από μεγάλα αγγεία πλήρη χιόνος και στεφανωμένα με κισσόν.
Από τον θόλον έπιπτον ρόδα.
Ο Πετρώνιος παρεκάλεσε τον Νέρωνα να ευαρεστηθή, πριν όλοι οι συνδαιτυμόνες εντελώς μεθυσθώσι, να λαμπρύνη το συμπόσιον διά του άσματός του. Όλοι εν χορώ υπεστήριξαν τους λόγους τούτους.
Ο Νέρων κατ' αρχάς ηρνείτο, είχε πράγματι κρυολογήσει.
Αλλ' ο Λουκιανός τον εξώρκισεν εν ονόματι της τέχνης και της ανθρωπότητος. Όλος ο κόσμος εγνώριζε πλέον ότι ο θείος ποιητής, απαράμιλος αοιδός, είχε συνθέσει νέον ύμνον προς την Αφροδίτην, προς τον οποίον συγκρινόμενος ο ύμνος του Λουκριτίου ήτο κλαυθμηρισμός λυκιδέος. Ας εγίνετο λοιπόν το συμπόσιον εκείνο πραγματικόν συμπόσιον! Πατρικός άρχων δεν έπρεπε ποσώς να επιβάλλη εις τους υπηκόους του το βασανιστήριον της σιωπής του.
– Μη είσαι αδυσώπητος! επανέλαβεν εν χορώ η ομήγυρις.
Ο Νέρων εξέτεινε τας χείρας, μαρτυρών ότι τον εβίαζον και ότι υπεχώρει. Τα πρόσωπα πάντων έλαβον έκφρασιν ευγνωμοσύνης και όλων οι οφθαλμοί εστράφησαν προς αυτόν. Αλλ' έδωκε διαταγήν να αναγγείλουν εις την Ποππέαν, ότι έμελλε να ψάλη. Μία αδιαθεσία είχεν εμποδίσει την Αυγούσταν να έλθη εις το συμπόσιον και τίποτε δεν θα ήτο τόσον τελεσφόρον φάρμακον όσον το άσμα του Καίσαρος..
Η Ποππέα ήλθε πάραυτα. Εβασίλευεν αμερίστως εις την καρδίαν του Νέρωνος· αλλά θα ήτο επικίνδυνον να ερεθίση τον Καίσαρα, όταν επρόκειτο περί του εγωισμού του ως αοιδού, αρματηλάτου ή ποιητού. Εισήλθε ξανθή και ενδεδυμένη επίσης χιτώνα εξ αμεθύστου, με τον λαιμόν απαστράπτοντα εκ μεγάλων μαργαριτών, οίτινες απετέλουν μέρος των λειψάνων του Μασινίσσα. Επευφημίαι την υπεδέχθησαν και ηκούετο απαύστως το όνομα «θεία Αυγούστα».
Η Λίγεια δεν είχεν ιδή παρομοίαν καλλονήν Δεν ηδύνατο να πιστεύση τους οφθαλμούς της.
Ώστε ευρίσκετο εκεί η άτιμος Ποππέα, ήτις είχε παρορμήσει τον Καίσαρα να δολοφονήση την μητέρα του και την σύζυγόν του, η Ποππέα, της οποίας ανέτρεπον τα αγάλματα την νύκτα εις όλην την Ρώμην, και την οποίαν ύβριζον εις όλους τους τοίχους δι' επιγραφών. Η Λίγεια ουδέποτε είχε φαντασθή ότι τα ουράνια πνεύματα θα είχον προικισθή με γλυκυτέραν καλλονήν,
Ο Νέρων έψαλε, συνοδευόμενος από τας βαρβίτους, τον ύμνον του εις την Αφροδίτην. Η φωνή του και οι στίχοι του, αληθώς ειπείν, δεν ήσαν άνευ θελγήτρου.
Θόρυβος επευφημιών εσημείωσε το τέλος του ύμνου. «Ω θεσπεσία φωνή!» έκραζον πανταχόθεν. Μεταξύ των γυναικών, τινές υψώσασαι τους βραχίονας τους εκράτουν εν εκτάσει, καίτοι το άσμα είχε τελειώσει. Άλλοι εσφόγγιζον τους δακρυσμένους των οφθαλμούς. Η Ποππέα κλίνουσα την χρυσήν κεφαλήν της έφερεν εις τα χείλη της την χείρα του Νέρωνος, και την εκράτησεν ούτως επί μακρόν χωρίς να είπη λέξιν. Ο νέος Πυθαγόρας, Έλλην θαυμασίας καλλονής, (τον οποίον