Quo Vadis. Генрик Сенкевич
αν έλειπεν η ελπίς να ίδη τον Πετρώνιον και τον Βινίκιον μεσολαβούντας προς χάριν της πλησίον του Καίσαρος. Ο Βινίκιος τη είπεν ότι είχε μάθει την αρπαγήν της εκ στόματος αυτού του Αούλου.
Διατί ευρίσκετο εδώ, αυτός το ηγνόει, επειδή ο Καίσαρ δεν εσυνήθιζε να δίδη λόγον των αποφάσεών του εις κανένα. Εν τοσούτω, ας μη είχε φόβον· αυτός, ο Βινίκιος, ήτο πλησίον της και θα έμενε πλησίον της. Η Λίγεια ήτο η ψυχή του όλη και θα επηγρύπνει επ' αυτής όπως επί της ψυχής του.
Επειδή η οικία του Καίσαρος της επροξένει φόβον, εκείνος της ωρκίζετο ότι δεν θα την άφινεν εις την οικίαν αυτήν.
Αν και ωμίλει δι' υπεκφυγών, και ενίοτε εψεύδετο, η φωνή του διετήρει τον τόνον της αληθείας, διότι τα αισθήματά του ήσαν αληθή.
Ειλικρινής συμπάθεια τον κατελάμβανε, και οι λόγοι της Λιγείας εισέδυον εις την καρδίαν του. Και όταν ήρχισε να τον ευχαριστή και να του υπόσχεται ότι η Πομπωνία θα τον αγαπά διά την καλωσύνην του, και ότι αύτη η ίδια θα του ήτο ευγνώμων μέχρι τελευταίας πνοής, δεν εκράτησε πλέον την συγκίνησίν του. Η καρδία του ετήκετο εξ ευτυχίας. Η καλλονή της Λιγείας του εμέθυσκε τας αισθήσεις, και ησθάνθη ότι την επόθει μέχρι τρέλλας. Και, ενώ ο θόρυβος του συμποσίου ηύξανεν, εκείνος έκυψε προς αυτήν και ήρχισε να της ψιθυρίζη λόγους απλούς και γλυκείς, λέξεις εξερχομένας εκ της ψυχής, αρμονικάς ως μουσική και μεθυστικάς ως ο οίνος.
Και η Λίγεια εμέθυεν από τους λόγους τούτους. Ο θόρυβος, η μουσική, τα αρώματα των ανθέων και η ευωδία των θυμιαμάτων ήρχισαν να την ζαλίζουν. Ο Βινίκιος ανεκλίνετο πλησίον αυτής, πλήρης νεότητος, ρώμης, έρωτος. Και έπινε διαρκώς οίνον. Αλλά περισσότερον από τον οίνον, το θαυμάσιον εκείνο πρόσωπον, οι βραχίονες οι γυμνοί, το παρθενικόν της Λιγείας στήθος, και το σώμα εκείνο, το οποίον άφιναν να μαντεύη τις αι πτυχαί του χιονώδους πέπλου, τον εμέθυσκον περισσότερον.
Αίφνης, της έσφιξε την χείρα και εψιθύρισε με χείλη τρέμοντα:
– Σε αγαπώ, Γαλλίνα!.. Σε αγαπώ.
– Άφησέ με, Μάρκε, είπεν η Λίγεια.
Αλλ' εκείνος, με οφθαλμούς λάμποντας:
– Θείον πλάσμα, αγάπα με, αγάπα με!
– Ο Καίσαρ σας βλέπει και τους δύο, είπεν η Ακτή.
Ο Βινίκιος κατελήφθη από αιφνιδίαν οργήν εναντίον του Νέρωνος και της Ακτής. Διά τον νέον, οι λόγοι ούτοι εν τοιαύτη στιγμή και υπό φωνής αγαπητής ακόμη προφερόμενοι θα εφαίνοντο οχληροί. Εφαντάσθη ότι σκοπίμως η Ακτή είχε διακόψει την θελκτικήν συνδιάλεξίν των.
Υψώσας τότε την κεφαλήν και παρατηρών την νέαν απελευθέραν υπεράνω των ώμων της Λιγείας:
– Παρήλθον, Ακτή, είπεν, οι χρόνοι οπότε ανεκλίνεσο παρά το πλευρόν του Καίσαρος εις τα συμπόσια· λέγουν δε ότι κινδυνεύεις να τυφλωθής· πώς ημπόρεσες λοιπόν να αναγνώσης τόσον καλά εις το πρόσωπον του Καίσαρος;
Εκείνη όμως με έκφρασιν ηρέμου λύπης απεκρίθη:
– Και όμως ηδυνήθην να ιδώ… Και εκείνος είναι μύωψ, σας βλέπει όμως διά μέσου του εκ σμαράγδου μονυέλου του.
Η Λίγεια ήτις εις την αρχήν του συμποσίου αμυδρώς είχε παρατηρήση τον Καίσαρα, ακολούθως δε αφωσιωμένη εις τους λόγους του