Quo Vadis. Генрик Сенкевич
Ούρσος ήτο έτοιμος να υπακούση. Εις τας πύλας εφύλαττον πράγματι δύο δορυφόροι, αλλ' οι στρατιώται δεν εμπόδισαν τους απερχομένους. Προ της θριαμβευτικής αψίδος υπήρχεν ακόμη θόρυβος φορείων και μετ' ολίγον οι άνθρωποι έμελλον να εξέλθωσι κατά πυκνάς ομάδας. Και αυτοί θα ανεμιγνύοντο εις το πλήθος και θα διηυθύνοντο εις την οικίαν των.
Η Λίγεια επανελάμβανε:
– Ναι, Ούρσε, ας φύγωμεν.
Αλλ' η Ακτή ηναγκάσθη να φανή λογική δι' αυτούς. Θα απήρχοντο! Πολύ καλά! Κανείς δεν θα παρημπόδιζε την απέλευσίν των. Αλλά να δραπετεύση τις από του οίκου του Καίσαρος ήτο έγκλημα καθοσιώσεως. Θα απήρχοντο.. Και την εσπέραν είς κεντηρίων μετά των στρατιωτών του θα έφερε την εις θάνατον καταδίκην του Αούλου και της Πομπωνίας Γραικίνας και θα επανέφερε την Λίγειαν εις το Παλάτιον. Τότε αύτη θα εχάνετο οριστικώς. Εάν οι Άουλοι την εδέχοντο, ο θάνατός των ήτο βέβαιος. Έπρεπε να εκλέξη μεταξύ του ολέθρου των Πλαυτίων και του ολέθρου εαυτής.
– Ακτή, είπεν εν απελπισία η κόρη, ήκουσες τι έλεγεν ο Βινίκιος; Ότι ο Καίσαρ με έκαμε δώρον εις αυτόν και ότι απόψε θα στείλη τους δούλους του να με ζητήσουν και να με φέρουν εις την οικίαν του.
– Ήκουσα, είπεν η Ακτή.
– Ποτέ! Δεν θα μείνω ούτε εδώ, ούτε εις του Βινικίου· ποτέ!
Η Ακτή εξεπλάγη από την αντίστασιν ταύτην.
– Ώστε, ηρώτησε, τον αποστρέφεσαι τόσον, τον μισείς;
Αλλ' η Λίγεια δεν ηδυνήθη ν' απαντήση καταληφθείσα και πάλιν υπό λυγμών. Η Ακτή την είλκυσε προς το στήθος της και προσεπάθησε να την καταπραΰνη. Ο Ούρσος ανέπνεε θορυβωδώς και έσφιγγε τας πυγμάς.
– Όχι, είπεν η Λίγεια· μου απαγορεύεται να μισώ· είμαι χριστιανή.
– Ηξεύρω, Λίγεια· γνωρίζω προσέτι από τας επιστολάς Παύλου του Ταρσέως, ότι σας είναι απηγορευμένον να υποβάλλεσθε εις την ατιμίαν και να την φοβήσθε υπέρ την τιμωρίαν του θανάτου. Αλλ' ειπέ μου, το δόγμα σου επιτρέπει να προκαλή τις τον θάνατον του άλλου;
– Όχι.
– Τότε πώς θα τολμήσης να επισύρης την εκδίκησιν του Καίσαρος επί
των Αούλων;
Σιγή επηκολούθησε. Και πάλιν άβυσσος ηνοίγετο προ των ποδών της
Λιγείας.
– Σου κάμνω αυτήν την ερώτησιν, επανέλαβεν η Ακτή, διότι λυπούμαι σε και την καλήν Πομπωνίαν και τον Άουλον και το τέκνον των. Μένω από πολλού χρόνου εις την οικίαν αυτήν και ηξεύρω τι σημαίνει η οργή του Καίσαρος. Όχι, δεν δύνασθε να φύγετε απ' εδώ. Έν μόνον πράγμα έχεις να κάμης. Ικέτευσον τον Βινίκιον να σε αποδώση εις την Πομπωνίαν.
Αλλ' η Λίγεια έπεσεν εις τα γόνατα διά να ικετεύση άλλον τινά, τον.. Χριστόν. Ο Ούρσος εγονάτισε και αυτός, αμφότεροι δε εδέοντο εις την οικίαν του Καίσαρος.
Η Ακτή δεν ηδύνατο ν' αποσπάση τους οφθαλμούς από της Λιγείας, ήτις εστραμμένη εκ πλαγίου ανέτεινε την κεφαλήν και τας χείρας προς τον ουρανόν, ως να επερίμενεν εκείθεν να έλθη η σωτηρία.
Τέλος ηγέρθη με το πρόσωπον αίθριον.
Ο Ούρσος ηγέρθη επίσης, και εστάθη πλησίον του βάθρου, προσβλέπων την κυρίαν του και αναμένων να ακούση την απόφασίν της.
Οι οφθαλμοί της Λιγείας εσκοτίσθησαν.