Quo Vadis. Генрик Сенкевич
την τράπεζαν του
Καίσαρος· το κάλλος της εστόλιζε τα αριστοκρατικά συμπόσια.
Άλλως ο Καίσαρ από πολλού είχε παύσει να λεπτολογή όσον αφορά την εκλογήν των συνδαιτυμόνων.
Παρεκάθηντο εις την τράπεζάν του συγκλητικοί εξ εκείνων οίτινες συγκατετίθεντο να παίζωσι πρόσωπον γελωτοποιού, πατρίκιοι και γέροντες, φιλήδονοι και ακόλαστοι, γυναίκες φέρουσαι μεγάλα ονόματα, αίτινες την εσπέραν εφόρουν φενάκας διά να τρέξουν εις τους δρόμους προς θήραν συγκινήσεων και ηδονών, αρχιερείς, οίτινες υψηλά αίροντες την κύλικα, έσκωπτον τους θεούς. Προσέτι ολόκληρος συρφετός από αοιδούς, μώμους, μουσικούς, χορευτάς και χορευτρίας, ποιηταί, οι οποίοι απαγγέλοντες τους στίχους των εσυλλογίζοντο πώς να κερδίσουν το ημερομίσθιόν των.
Την ημέραν εκείνην η Λίγεια έμελλε να συμμετάσχη του συμποσίου. Το παν εκλονίζετο μέσα της. Εφοβείτο τον Καίσαρα, εφοβείτο τους ανθρώπους, εφοβείτο τον κυκεώνα εκείνον του παλατίου, εφοβείτο τας εορτάς, των οποίων η ατιμία της ήτο γνωστή εκ των συνομιλιών του Αούλου, της Πομπωνίας και των φίλων της.
Εγώριζεν ότι εις το παλάτιον εκείνο θα εχάλκευον τον όλεθρον της. Αλλ' εις την ψυχήν την ενθουσιώδη εκ διδασκαλίας υψηλής ώμνυε να μη εξασθενήση και ηττηθή.
Επειδή ούτε ο Άουλος ούτε η Πομπωνία δεν ηδύναντο πλέον να καταστώσιν υπεύθυνοι διά τας πράξεις της, ηρώτα εαυτήν τώρα αν δεν ήτο προτιμότερον ν' αντισταθή εις την θέλησιν και του Καίσαρος και να μη εμφανισθή ποσώς εις το συμπόσιον. Εγεννάτο εντός της η επιθυμία να αποδείξη το θάρρος της, εκτιθεμένη εις τα βασανιστήρια και τον θάνατον. Ο θείος διδάσκαλος δεν είχε δώση το παράδειγμα; Και η Πομπωνία δεν έλεγεν ότι οι θερμότεροι εκ των μεμυημένων εις τον χριστιανισμόν ηύχοντο την δοκιμασίαν αυτήν, ότι την εζήτουν εις τας προσευχάς των;
Αλλ' η Ακτή, εις την οποίαν ενεπιστεύετο τους δισταγμούς της, την παρετήρησε κατάπληκτος. Να αντισταθή εις την θέλησιν του Καίσαρος και από της πρώτης ημέρας να εκτεθή εις την οργήν του; Διά να φερθή ούτω, έπρεπε να είναι ανόητος μη αντιλαμβανομένη την σημασίαν των πράξεών της.
– Ναι, εξηκολούθησεν αύτη, και εγώ ανέγνωσα τας επιστολάς του Παύλου του Ταρσέως και ηξεύρω ότι υπεράνω της γης υπάρχει ο Θεός και ο Υιός του Θεού, ο αναστάς εκ νεκρών. Αλλ' επί της γης δεν υπάρχει ειμή ο Καίσαρ. Ηξεύρω προσέτι ότι η διδασκαλία του Παύλου απαγορεύει να είσαι ό,τι ήμην εγώ και ότι μεταξύ ατιμίας και θανάτου πρέπει να προτιμάται ο θάνατος.
Η Λίγεια έθεσε τους βραχίονας περί τον λαιμόν της Ακτής.
– Είσαι τόσον καλή, Ακτή!
– Η ευτυχία μου παρήλθε και η χαρά μου επίσης.
Αλλ' ας ομιλήσωμεν περί σου. Θα ήτο μωρία να πολεμής την θέλησιν του Καίσαρος. Και άλλως οι φόβοι σου είναι μάταιοι· γνωρίζω καλώς την οικίαν ταύτην και από μέρους του Καίσαρος κανείς κίνδυνος, νομίζω, δεν σε απειλεί! Εάν σε ήρπαζε δι' ίδιον λογαριασμόν του, δεν θα σε έφερεν εις το Παλατίνον. Εδώ βασιλεύει η Ποππέα και ο Νέρων· αφ' ότου αύτη τω έτεκε θυγάτριον, είναι μάλλον παρά ποτε υπό την επιρροήν της. Ο Πετρώνιος με παρακαλεί να σε αναλάβω υπό την προστασίαν μου· επειδή δε και η Πομπωνία μου έγραψεν, είναι πιθανόν ότι έχουν συνεννοηθή και ίσως ο Μετρώνιος συνηγορήση