Quo Vadis. Генрик Сенкевич
παρειάς της το αδρόν της στόμα ψιθυρίζουσα:
– Δεν θα μας προδώσης, Ακτή! Όχι!
– Μα την σκιάν της μητρός μου, δεν θα σας προδώσω. Παρακάλεσε τον
Θεόν σου όπως ο Ούρσος κατορθώση να σε ελευθερώση.
Ο Ούρσος εσχεδίαζε πώς θα την προστατεύση, όταν θα ήρχοντο να την αρπάσουν. Δεν εσυμβούλευε κανένα να εκτεθή εις τους γρόνθους του, έστω και αν έφερε σιδηράν περικεφαλαίαν! Άλλως έν κανονικόν γρονθοκόπημα. θα συνέτριβε την κεφαλήν, την οποίαν η περικεφαλαία θα εκάλυπτεν.
Η Λίγεια ύψωσε τον δάκτυλον και μετ' αξιοπρεπείας αυστηράς και παιδικής:
– Ούρσε! «Ου φονεύσης», είπεν.
Ο Λιγειεύς έφερεν όπισθεν της κεφαλής του τον βραχίονα τον ροπαλοειδή και ήρχισε να μουρμουρίζη, τρίβων τον τράχηλόν του εν αμηχανία. Όσον ήτο δυνατόν, θα προσεπάθει να.. Αλλ' εάν δεν είναι δυνατόν;.. Ανάγκη εν τοσούτω να την αρπάση! Τέλος, εάν συνέβαινε δυστύχημά τι, θα εδείκνυε τόσην μετάνοιαν, θα παρεκάλει τόσον πολύ τον Αμνόν τον άκακον. ώστε ο Αμνός ο εσταυρωμένος θα ηλέει ένα δυστυχή.. Δεν ήθελε να παραβή τας εντολάς του.. Τέλος θα προσεπάθει να συμμορφωθή με τας διαταγάς της κυρίας του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'
Επειδή είχε προχωρήσει ήδη η ημέρα, και ο ήλιος εφώτιζε το τρίκλινον, η Ακτή προέτρεψε την Λίγειαν να αναπαυθή μετά την αϋπνίαν της νυκτός. Η Λίγεια δεν αντέτεινε, και αμφότεραι απήλθον εις τον κοιτώνα, κατακλιθείσαι πλησίον αλλήλων.
Αλλ' η Ακτή, με όλην την κούρασιν δεν ηδυνήθη να αποκοιμηθή. Η Λίγεια εκοιμάτο τόσον ήσυχα, ως εάν ευρίσκετο εις την οικίαν, υπό την επίβλεψιν της Πομπωνίας. Μόνον περί την μεσημβρίαν ήνοιξε τους οφθαλμούς και περιεσκόπησε τον κοιτώνα με έκπληκτον βλέμμα. Δεν ευρίσκετο λοιπόν εις την οικίαν των Αούλων;
– Είσαι συ, Ακτή; είπε τέλος διακρίνουσα εις την σκιάν το πρόσωπον της νέας γυναικός.
– Εγώ είμαι, Λίγεια.
– Είναι βράδυ τώρα;
– Όχι, κόρη μου, απόγευμα.
– Ο Ούρσος επέστρεψε;
– Ο Ούρσος δεν είπεν ότι θα επιστρέψη· είπεν ότι θα παραμονεύση το φορείον απόψε.
– Είναι αληθές!
Εξήλθον του κοιτώνος και μετέβησαν εις το λουτρόν. Μετά το λουτρόν και το πρόγευμα, η Ακτή ωδήγησε την Λίγειαν εις τους κήπους του παλατίου, όπου δεν είχον να φοβηθούν καμμίαν συνάντησιν, διότι ο Καίσαρ και οι φίλοι του εκοιμώντο ακόμη. Αφού περιεπάτησαν, εκάθησαν εις άλσος κυπαρίσσων και ήρχισαν να ομιλούν περί της φυγής της Λιγείας.
Ελαφρός κρότος βημάτων τας διέκοψε και πριν η Ακτή δυνηθή να ίδη ποίος επλησίαζε, προ του εδωλίου εφάνη η Ποππέα, περιστοιχιζομένη από τινας θεραπαινίδας. Δύο γυναίκες εκίνουν ελαφρώς υπεράνω της κεφαλής της ριπίδια από πτερά στρουθοκαμήλου. Μία αιθιοπίς με μαστούς πλήρης γάλακτος εκράτει εις τας αγκάλας της βρέφος περιτετυλιγμένον διά πορφυρών σπαργάνων.
Η Ποππέα εστάθη παρατηρούσα την Λίγειαν.
– Ποία είναι η δούλη αύτη; ηρώτησε πλησιάζουσα.
– Δεν είναι δούλη, ω θεία Αυγούστα, είπεν η Ακτή, είναι θετή θυγάτηρ της Πομπωνίας Γραικίνας, και κόρη του βασιλέως των Λιγείων, όστις την έδωκεν ως όμηρον εις