Quo Vadis. Генрик Сенкевич
και επερίμενε με πάλλουσαν καρδίαν.
Η Ποππέα την παρετήρησε με κακόβουλον μειδίαμα και είπεν:
– Τότε, σου υπόσχομαι ότι σήμερον μάλιστα θα είσαι δούλη του
Βινικίου.
Και απεμακρύνθη ως οπτασία, γόησσα και κακοποιός. Εις τα ώτα της Λιγείας και της Ακτής έφθασαν αι κραυγαί του παιδίου, το οποίον ήρχισε να κλαίη. Οι οφθαλμοί της Λιγείας ήσαν πλήρεις δακρύων. Έλαβε την Ακτήν από της χειρός.
– Ας επιστρέψωμεν, είπε. Δεν πρέπει να ελπίζη τις ειμή μόνον απ' εκεί, οπόθεν δύναται να προέλθη η βοήθεια.
Εισήλθον εις τον πρόδομον, τον οποίον δεν εγκατέλειψαν πλέον. Ανήσυχοι έτεινον το ους εις τον κρότον των βημάτων. Η συνδιάλεξις διεκόπτετο ανά πάσαν στιγμήν και η σιγή επλανάτο βαθεία και πλήρης παρακρούσεων.
Άμα ενύκτωσεν, η θύρα του προθαλάμου ήνοιξε και άνθρωπος με πρόσωπον μελαψόν και ισχνόν εφάνη.
Η Λίγεια ανεγνώρισεν, επειδή τον είχεν ιδεί εις της Πομπωνίας, τον
Ατακίνον, ένα απελεύθερον του Βινικίου. Η Ακτή εξέβαλε κραυγήν.
Ο Ατακίνος εχαιρέτισε λίαν υποκλινώς και είπε:
– Χαίρειν τη θεία Λιγεία εκ μέρους του Μάρκου Βινικίου, όστις την περιμένει εις την τράπεζαν ητοιμασμένην εις την οικίαν του, την στολισμένην με χλόην.
– Είμαι έτοιμη, είπεν εκείνη, με χείλη λευκά.
Και περιέβαλε με τους βραχίονάς της τον λαιμόν της Ακτής, διά να την αποχαιρετίση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'
Η οικία του Βινικίου εκοσμείτο πράγματι με χλόην. Οι τοίχοι και αι θύραι ήσαν φορτωμέναι από περιπλοκάς κισσών και μύρτων· εις τους κίονας ανήρχοντο οφιοειδείς γιρλάνται κλημάτων.
Έργα περιφήμων τεχνιτών, λύχνοι εξ αλαβάστρων εκ μαρμάρου και εξ ορειχάλκου κορινθιακού, παρίστανον μορφάς θηρίων, φυτών και γυναικών· αρωματικά έλαια έκαιον.
Αι λυχνίαι εμετρίαζον την λάμψιν των υπό υαλίνας σφαίρας της Αλεξανδρείας, ή εποίκιλλον το φως των διά μέσου λεπτοϋφών οθονών εις ακτίνας χρώματος ροδίνου, κιτρίνου, ιόχρου ή γλαυκού.
Ο αήρ ήτο μεστός νάρδου, αρώματος, το οποίον είχε συνειθίσει εν Ασία ο Βινίκιος. Εις το τρίκλινον η τράπεζα ήτο παρεσκευασμένη διά τέσσαρας συνδαιτημόνας, διότι ο Πετρώνιος και η φίλη του, η ωραία Χρυσόθεμις, έμελλον να συμμετάσχωσιν επίσης του συμποσίου.
Καθ' όλα ο Βινίκιος είχεν ακολουθήσει τας συμβουλάς του Πετρωνίου, όστις τον είχε νουθετήσει να μη υπάγη ο ίδιος να ζητήση την Λίγειαν, αλλά να στείλη προς τούτο τον Ατακίνον, φέροντα την εντολήν του Καίσαρος.
Εν τω μεταξύ αι θεράπαιναι έφεραν τρίποδας και έρριψαν επί των ανθράκων κλαδίσκους νάρδου.
– Ευρίσκονται τώρα εις την καμπήν των Καρίνων, είπεν ο Βινίκιος με
χαμηλήν φωνήν.
Ο Πετρώνιος ύψωσε τους ώμους.
– Μη φιλοσοφής δι' έν σεστέρσιον, εψιθύρισεν ούτος.
Ο Βινίκιος δεν ήκουσεν.
– Ευρίσκονται ήδη..
Πράγματι εκείνοι έκαμπτον προς τας Καρίνας.
Το φορείον επροχώρει, προπορευομένων δαδούχων, ήτο δε περικυκλωμένον από ακολούθους πεζούς. Ο Ατακίνος επέβλεπε την πορείαν της συνοδείας.
Επροχώρει βραδέως, επειδή οι φανοί εις την μη φωτιζομένην πόλιν ήσαν ανεπαρκείς. Εκτός