Quo Vadis. Генрик Сенкевич
ωχρίασε και προσηλώσασα προς τον Βινίκιον περιδεείς οφθαλμούς επερίμενε την απόφασίν του.
Εκείνος θλίβων τους κροτάφους με τας χείρας του, ήρχισε να ομιλή πολύ ταχέως ως άνθρωπος, τον οποίον βασανίζουν.
– Όχι! όχι.. Δεν την θέλω· δεν θέλω καμμίαν. Σε ευχαριστώ, αλλά δεν θέλω! θα υπάγω να ζητήσω την άλλην ανά την πόλιν. Ειπέ να μου δώσουν ένα μανδύαν γαλατικόν με κουκούλαν.
Ώρμησεν εις την θύραν και εξήλθεν.
Ο Πετρώνιος δεν εδοκίμασε να τον κρατήση. Αλλά μη πεισθείς εις την άρνησιν πάσης γυναικός, ήτις δεν ήτο η Λίγεια, και μη θέλων ίνα η μεγαλοψυχία του παρελθη εις μάτην, εστράφη προς την θεραπαινίδα:
– Ευνίκη, είπε, θα λουσθής, θα χρίσης το σώμα σου με μύρα και θα υπάγης εις τον Βινίκιον.
Εκείνη έπεσε γονυκλινής και συνάψασα τας χείρας ικέτευε να μη την απομακρύνουν από την οικίαν. «Δεν θα υπάγη, έλεγεν, εις του Βινικίου και προτιμά να μαστιγωθή. Δεν ήθελε! Δεν ηδύνατο! Και τον ικέτευε να την ευσπλαγχνισθή».
Ο Πετρώνιος ήκουε κατάπληκτος μίαν δούλην, ήτις ετόλμα να αντιτείνη εις διαταγήν, και έλεγε: «Δεν δύναμαι· δεν θέλω». Ήτο πράγμα τόσον ανήκουστον εν Ρώμη, ώστε κατ' αρχάς ενόμισεν ότι παρήκουσε. Τέλος συνέσπασε τας οφρύς.
Εις την οικίαν του οι δούλοι διήγον καλλίτερον ή αλλαχού, αλλ' υπό τον όρον να εκτελούν την υπηρεσίαν των με τρόπον άμεμπτον και να σέβωνται την θέλησιν του δεσπότου, όσον και την των θεών. Προσέβλεψε προς στιγμήν την γονυπετή και κλαίουσαν δούλην, και έπειτα είπεν:
– Ύπαγε να ζητήσης τον Τειρεσίαν.
Ολίγας στιγμάς κατόπιν η δούλη επέστρεφεν ακολουθουμένη από τον Κρήτα
Τειρεσίαν, τον φύλακα του προθαλάμου.
– Λάβε την Ευνίκην, και δώσε της εικοσιπέντε μαστιγώσεις, αλλά χωρίς
να βλάψης το δέρμα της, είπεν ο Πετρώνιος.
Και εγερθείς μετέβη εις την βιβλιοθήκην, εκάθησε πλησίον τραπέζης εκ φαιού μαρμάρου, και ήρχισε να εργάζηται εις το σύγγραμμά του «το Συμπόσιον του Τρικλίωνος». Η φυγή της Λιγείας και η ασθένεια της μικράς Αυγούστας συνεκράτουν τόσον πολύ την σκέψιν του, ώστε δεν ηδυνήθη να γράψη επί πολλήν ώραν. Η ασθένεια εκείνη ιδίως ήτο σημαντικόν γεγονός. Εάν ο Καίσαρ επείθετο, ότι η Λίγεια έκαμε μαγείας εις το βρέφος, ο Πετρώνιος ήτο δυνατόν να ευρεθή εις δυσάρεστον θέσιν, διότι κατ' αίτησίν του είχον οδηγήση την κόρην εις το παλάτιον. Εφοβείτο την οργήν του Καίσαρος, εβασίζετο όμως και επί της Ποππέας, ήτις τον εξετίμα και τον συνεπάθει. Έσεισε τους ώμους όπως αποδιώξη τους φόβους του, ηγέρθη, και απεφάσισε να μεταβή εις το ανάκτορον, και εκείθεν εις της Χρυσοθέμιδος.
Διερχόμενος του υπηρετικού προθαλάμου, παρετήρησε μεταξύ των άλλων υπηρετών και την Ευνίκην.
– Εμαστιγώθης; ηρώτησεν.
Εκείνη και πάλιν ερρίφθη εις τους πόδας του και εφίλησε το κράσπεδον της τηβέννου του.
– Ναι, αυθέντα! εμαστιγώθην, απήντησε. Ναι, αυθέντα!..
Εις την φωνήν της εφαίνετο να πάλλη χαρά και ευγνωμοσύνη, διότι μετά τας μαστιγώσεις θα έμενε και πάλιν εις την οικίαν και δεν θα εστέλλετο εις του Βινικίου. Ο Πετρώνιος, εννοήσας τούτο, εξεπλάγη. Πλην ήτο τόσον καλός