Μάκβεθ. Уильям Шекспир
—
Του βασιλέως τα παιδιά, ο Δοναλβαίν κι' ο Μάλκολμ,
κρυφά κ' οι δύο έφυγαν, ώστ' είναι υποψία
ότ' είν' εκείνοι ένοχοι.
Και τούτο παρά φύσιν!
Φιλοδοξί' απρόβλεπτη, την μέλλουσαν τροφήν σου
την κατατρώγεις μόνη σου! – Και βασιλεύς θα γείνη
ο Μάκβεθ ίσως;
Έγεινε, και εις το Σκων επήγε
διά την στέψιν.
Κι' ο νεκρός τι έγεινε του Δώγκαν;
Στ' αγιασμένα χώματα κ' εκείνον τον επήγαν
εκεί που μένουν τα οστά των πρώην βασιλέων.
Και συ πηγαίνεις εις το Σκων;
Όχι, εξάδελφέ μου.
Διά το Φάιφ ξεκινώ.
Εγώ 'ς το Σκων θα 'πάγω.
Είθε να έβγουν εις καλόν όσα εκεί θα γείνουν!
Υγίαινε, και άμποτε να στρώση 'ς τα κορμιά μας
καλλίτερ' απ' την πρώτην μας η νέα φορεσιά μας.
Ώρα καλή, πατέρα μου!
Νάν' ο Θεός μαζί σου,
και μ' όποιον 'ξεύρει το κακόν εις αγαθόν να τρέψη
και τον εχθρόν του δύναται εις φίλον του να στρέψη.
(Εξέρχονται)
ΠΡΑΞΙΣ ΤΡΙΤΗ
ΣΚΗΝΗ Α'
Εν τω βασιλικώ ανακτόρω εις Φόρες.
(Εισέρχεται ο ΒΑΓΚΟΣ).
Ιδού, τα έχεις: Βασιλεύς και Καουδώρ και Γλάμης,
τα πάντα όσα έταξαν αι τρεις των. Και φοβούμαι
ότι το παν επρόδωκες διά να τ' αποκτήσης!
Αλλ' είπαν δεν θα τα χαρή αυτά η γενεά σου,
κ' εγώ θα γείνω κεφαλή και ρίζα βασιλέων.
Εάν από το στόμα των εξέρχεται αλήθεια, —
καθώς σου το απέδειξαν τα λόγια των, ω Μάκβεθ, —
εάν αι προφητείαι των αλήθευσαν 'ς εσένα,
και εις εμένα διατί να μην επαληθεύσουν;
Και διατί καθώς εσύ κ' εγώ να μην ελπίζω;
Αλλ' όμως σιωπή!
Σάλπιγγες. Εισέρχονται ο ΜΑΚΒΕΘ ως βασιλεύς, η Λαίδη
ΜΑΚΒΕΘ ως βασίλισσα, ο ΛΕΝΩΞ, ο ΡΩΣ,
Άρχοντες, αρχόντισσαι και συνοδία.
Ιδού ο πρώτιστός μας φίλος!
Αν έλειπε, μέγα κενόν θα είχε η εορτή μας,
ωσάν να έλειπε το παν!
Θα έχωμεν απόψε
συμπόσιον επίσημον. Παρακαλώ να έλθης.
Σ' τους ορισμούς σου! Μ' έχεις δε εις τα προστάγματά σου
δεμένον μ' άλυτα δεσμά.
Σκοπεύεις να ιππεύσης;
Μάλιστα!
Ήθελα πολύ την γνώμην σου εις κάτι.
Την ηύρα πάντοτε σωστήν και γνωστικήν. Αλλ' όμως
δεν είναι βία· αύριον ζητώ να μου την δώσης. —
Κι' ως πού πηγαίνεις;
Ως εκεί που να