Μάκβεθ. Уильям Шекспир
τω αυτώ προδόμω. Κρούεται έξωθεν η θύρα.
(Εισέρχεται θυρωρός).
Να κτύπημα, αλήθεια κι' αλήθεια! Αν ήτο να κάμνη κανείς
τον θυρωρόν εις την κόλασιν, ησυχίαν δεν θα είχεν· όλο
θα εγύριζε το μάνδαλο. (Κρούεται η θύρα). Κτύπα, κτύπα,
κτύπα! – Ποίος είν' εκεί, δι' όνομα του Βελζεβούλ! – Ίσως
είναι κανείς μυλωνάς, που εκρεμάσθηκε διότι περιμένει ευφορίαν
της γης. Καλώς ώρισες! Φέρε μαζή σου προσόψια πολλά·
θα έχης να ιδροκοπήσης εδώ δι' αυτό που έκαμες. (Εξακολουθεί
ο κρότος). Ποίος είν' εκεί, μα του άλλου διαβόλου το όνομα!
– Θα ήναι μα την πίστιν μου, κανείς διπρόσωπος, απ' εκείνους
οπού σου πέρνουν όρκον, ότι το άσπρο είναι μαύρο και
το μαύρο άσπρο, – κανείς άξιος να πωλήση και την ψυχήν
του διά την αγάπην του Θεού, και όμως δεν κατώρθωσε να
τον γελάση τον Θεόν διά να του ανοίξη την πύλην των Ουρανών.
Κόπιασε μέσα, διπρόσωπε! (Κρούεται η θύρα). Κτύπα,
κτύπα, κτύπα! – Ποίος είναι; – Θα ήναι, μα την πίστιν
μου, κανείς ράπτης Άγγλος, κ' έρχεται εδώ διότι έκλεψε πανί
από βράκαν Γαλλικήν15. Έλα, ράπτη, να πυρώσης εδώ το
σίδερό σου. (Κρούεται η θύρα). Κτύπα, κτύπα! – Ησυχίαν δεν
με αφίνουν! – Ποίος είσαι του λόγου σου;… Όμως κάμνει
κρύον! Δεν είναι η κόλασις εδώ· εκεί κάμνει ζέστην. Λοιπόν,
δεν κάμνω κ' εγώ τον θυρωρόν του διαβόλου. – Μου είχεν έλθει
'ς τον νουν ν' ανοίξω την θύραν του εις ένα από κάθε
συντεχνίαν, απ' εκείνους οπού πηγαίνουν εις το αιώνιον πυρ μέσα
από των ανθών τον δρόμον. (Εξακολουθεί ο κρότος). Να με, να με!
Έφθασα! Μη ξεχνάτε τον θυρωρόν, παρακαλώ.
(Ανοίγει την θύραν. Εισέρχονται ο ΜΑΚΔΩΦ και ο ΛΕΝΟΞ).
Πάρα πολύ θα ήργησες, καλέ μου, να πλαγιάσης,
και δεν σου έκαμνε καρδιά το στρώμα σου ν' αφήσης.
Μα την πίστιν μου, Κύριε, το εδιασκεδάσαμεν ως που
έκραξεν ο πετεινός.
Κοιμάται ο αυθέντης σου;
(Εισέρχεται ο ΜΑΚΒΕΘ).
Ιδού, – ο θόρυβός μας
τον έκαμε κ' εξύπνησε.
Καλή ημέρα, Μάκβεθ!
Καλή σας 'μέρα κι' αγαθή, κ' οι δυο.
Καλέ μου Θάνη,
ακόμη δεν εξύπνησεν ο βασιλεύς;
Ακόμη.
Να τον ξυπνήσω 'πρόσταξε πρωί πρωί. Φοβούμαι
μην ήργησα.
Πλησίον του εγώ να σ' οδηγήσω,
Τον κόπον μ' ευχαρίστησιν θα λάβης, το γνωρίζω,
αλλ' όμως κόπος πάντοτε θα ήναι.
Όχι, όχι!
Οπόταν είν' ευχάριστος ο κόπος ξεκουράζει.
Ιδού, η θύρα είν' αυτή.
Θα
15
Ο αστεϊσμός ούτος του θυρωρού θεωρείται ως αναγόμενος εις το στενόν των Γαλλικών περισκελίδων της εποχής εκείνης. Ο ράπτης ο δυνάμενος να υποκλέψη ύφασμα εξ αυτών ηδύνατο να θεωρηθή επιτήδειος τω όντι περί το κλέπτειν.