Μάκβεθ. Уильям Шекспир
Τώρα!
Άκουσε, 'ς το πλάγι ποιος κοιμάται;
Ο Δοναλβαίν.
Ω θέαμα φρικτόν!
Ανοησίαι,
να λέγης: θέαμα φρικτόν!
'Σ τον ύπνον του ο ένας
εγέλασε, κι' ο δεύτερος εφώναξε «Σκοτόνουν»
κ' ένας τον άλλον 'ξύπνησε. Εστάθηκα ν' ακούσω,
κι' αφού επροσευχήθηκαν τους ξαναπήρε ο ύπνος.
Κοιμούντ' οι δύο των μαζί εκεί
Ο ένας είπε:
Βοήθειά μου ο Θεός! κ' είπε «Αμήν» ο άλλος,
ωσάν να μ' έβλεπαν μ' αυτά τα φονικά τα χέρια!
Τους ήκουα που 'τρόμαζαν, αλλά δεν ημπορούσα
να 'πώ «Αμήν», που έλεγαν «Θεέ, βοήθειά μας»,
Άφες τα τούτα!
Διατί κ' εγώ δεν ημπορούσα
να το προφέρω το Αμήν; Είχα πολλήν ανάγκην
από την χάριν του Θεού, και όμως εκολνούσε
'ς τον λάρυγγά μου το Αμήν!
Μη συλλογείσαι τόσον
αυτά τα πράγματα, ειδέ ίσως μας έλθη τρέλλα!
Μ' εφάνη 'σάν να ήκουα μίαν φωνήν να κράζη:
«Ύπνον δεν έχεις 'ς το εξής! Εσκότωσε τον Ύπνον
ο Μάκβεθ, τον εσκότωσε τον Ύπνον τον αθώον,
αυτόν που το κουβάριασμα ξεπλέκει των φροντίδων,
τον θάνατον εις την ζωήν της κάθε μας ημέρας
λουτρόν του κόπου, βάλσαμον του νου του πονεμένου,
το άρτυμα της φύσεως, τον μέγαν τροφοδότην
'ς του βίου το συμπόσιον13.»
Τι είν' αυτά που λέγεις;
«Δεν έχεις ύπνον 'ς το εξής», εβόυζε. « Τον Ύπνον
ο Γλάμης τον εσκότωσεν, ώστε δεν έχει πλέον
να κοιμηθή ο Καουδώρ, να κοιμηθή ο Μάκβεθ!»
Ποίος τα έκραξεν αυτά; – Αγαπητέ μου Θάνη,
λυγά και χαλαρόνεται η ανδρική καρδιά σου,
εάν αφίνης εις αυτά να χάνεται ο νους σου.
Πήγαιν' ευθύς, εύρε νερόν και ξέπλυνε αμέσως
από τα χέρια σου αυτόν τον μαύρον καταδότην. —
Τι μου τα έφερες εδώ τα δύο τα μαχαίρια;
Πρέπει εκεί 'ς το πλάγι του να μείνουν! Πήγαινέ τα
και άλειψε με αίματα τους κοιμισμένους δούλους!
Δεν 'πάγω! Το τι έκαμα, να το σκεφθώ και μόνον
με πιάνει τρόμος. Δεν τολμώ να το ιδώ και πάλιν!
Μικρόψυχε! Δος τα εδώ εμένα τα μαχαίρια!
Οι κοιμισμένοι κ' οι νεκροί είναι ωσάν εικόνες.
Τον διάβολον ζωγραφιστόν μόνον παιδιά τον τρέμουν.
Αν τρέχη αίμ' απ' την πληγήν, το πρόσωπον των δούλων
θα πασαλείψω, να φανούν ως ένοχοι εκείνοι.
(Εξέρχεται. Ακούεται έξωθεν κρότος θύρας κρουομένης).
Ποιος
13
Τα περί του ύπνου ταύτα ανακαλούσι τον ωραίον χορόν εν Φιλοκτήτη του Σοφοκλέους (στ. 826 κτλ.)