Μάκβεθ. Уильям Шекспир
ήτο τρόπος την ψυχήν το πρόσωπον να δείχνη!
Είχα 'ς τον άνθρωπον αυτόν τυφλήν εμπιστοσύνην9!
(Εισέρχονται ο ΜΑΚΒΕΘ, ο ΒΑΓΚΟΣ, ο ΡΩΣ και ο ΑΓΚΟΣ)
Το είχα βάρος 'ς την καρδιάν ότι σου είμ' αγνώμων,
Ξάδελφέ μου· αλλά συ τόσον γοργά πηγαίνεις,
ώστ' όσον γρήγορα πτερά η Αμοιβή κι' αν έχη,
να σε προφθάση δεν 'μπορεί! Να μην αξίζης τόσον
μόνον και μόνον δι' αυτό το ήθελα, ω Μάκβεθ,
διά να είναι δυνατόν να σου ανταποδώσω
τους επαίνους χρεωστώ κι' όσον μισθόν σου πρέπει,
Δεν έχω άλλο να σου 'πώ παρά πως μ' ό,τι δώσω
την πληρωμήν του χρέους μου δεν θα την ξεπληρώσω.
Σου χρεωστώ την πίστιν μου και την εκδούλευσίν μου
κ' είναι μισθός μου αρκετός το χρέος μου αν κάμνω.
Συ έχεις δικαιώματα εις τα καθήκοντά μου,
αυτά είναι του θρόνου σου τα τέκνα και οι δούλοι
κι' ούτε σου έκαμαν ποτέ, με ό,τι και αν κάμουν
παρ' όσον 'ς την αγάπην σου κ' εις την τιμήν οφείλουν.
Καλώς μου ήλθες! Έργον μου και πόθος μου θα είναι
καθώς σ' επρωτοφύτευσα και να σε μεγαλώσω! —
Ω Βάγκε, ολιγώτερον δεν χρεωστώ κ' εσένα.
και ούτε ολιγώτερον ποθώ να σου το δείξω.
Εις την καρδιάν μου έλα 'δώ κ' εσένα να σε σφίξω.
'Εάν φυτρώσω μέσα της, 'δικός σου ο καρπός της!
Απ' την πολλήν της την χαράν 'ξεχείλισ' η καρδιά μου
και ξεθυμαίνει με αυτούς τους σταλαγμούς της λύπης.
Ακούσατέ με, τέκνα μου και συγγενείς και Θάναι
και όλοι σεις πλησίον μου. Εις τον πρωτότοκόν μου,
τον Μάλκολμ, την διαδοχήν του θρόνου μου ορίζω·
εις το εξής θα λέγεται της Κουμβερλάνδης πρίγκηψ!
Αλλ' ασυντρόφευτον αυτόν δεν τον τιμώ και μόνον·
άστρα πολλά θα μοιρασθούν, σημεία ευγενείας,
'ς τα στήθη να λαμποκοπούν εκείνων που τ' αξίζουν.
Πηγαίνω εις το Ίνβερνες όπου θα με ξενίσης.
Να κοπιάζω διά σε ανάπαυσίς μου είναι.
Τον ερχομόν σου μόνος πηγαίνω να αναγγείλω,
και πρώτος την γυναίκα μου να την χαροποιήσω
μ' αυτήν την καλήν είδησιν! Σε προσκυνώ, αυθέντα.
Αγαπητέ μου Καουδώρ!
Της Κουμβερλάνδης πρίγκηψ!
Αυτό είναι ανύψωμα, όπου ή θα σκοντάψω
να κρημνισθώ, ή χρεωστώ να το υπερπηδήσω!
Με σταματά 'ς τον δρόμον μου. – Κρύψετε την φωτιά σας,
ω άστρα, φως να μην ιδή τον σκοτεινόν μου πόθον,
να μην ιδή το 'μάτι μου το χέρι! – Πλην να γείνη
ό,τι το 'μάτι να ιδή θα τρέμη, όταν γείνη!
(Εξέρχεται).
Αλήθεια, Βάγκε αγαθέ, γενναίος είν' ο Μάκβεθ!
Κατήντησα να τρέφομαι με τα εγκώμια του
συμπόσιόν μου είν' αυτά! Πηγαίνωμεν! Εκείνος
επήγ'
9
Αξιοσημείωτος η σκέψις αύτη του Δώγκαν, καθ' ην ακριβώς στιγμήν παρουσιάζεται ενώπιον αυτού ο Μάκβεθ, εις ούτινος το πρόσωπον δεν διαβλέπει ο ατυχής βασιλεύς την ψυχήν, καθώς δεν διείδεν αυτήν επίσης και εις το του Καουδώρ. Ούτω και ο Ευριπίδης εν τη Μηδεία (ς. 516-520).
ω Ζευ, τι δη χρυσού μεν ος κίβδηλος ή τεκμήρι' ανθρώποις ώπασας σαφή, ανδρών δ' ότω χρη τον κακόν διειδέναι, ουδείς χαρακτήρ εμπέφυκε σώματι;