Μάκβεθ. Уильям Шекспир
ονομάσω Θάνην
Του Καουδώρ. Χαίρε λοιπόν, γενναίε Θάνη, χαίρε!
Πώς! Γίνεται ο δαίμονας αλήθειαν να είπε!
Ο Θάνης ζη του Καουδώρ. Με δανεικά στολίδια
πώς με στολίζετε;
Ναι, ζη αυτός που ήτο Θάνης,
αλλ' η ζωή του 'κρίθηκε, κι' αξίζει να την χάση!
Ή σύμμαχος των Νορβεγών, ή φίλος του αντάρτου
και βοηθός του μυστικός, ή με τους δυο συγχρόνως
συνώμοσε τον τόπον του να βλάψη, δεν γνωρίζω.
Αλλ' απεδείχθη φανερά προδότης της πατρίδος·
ο ίδιος τ' ομολογεί, και τώρα τιμωρείται!
Γλάμης και Θάνης Καουδώρ! Το μέγιστον κατόπιν!
(προς τον ΡΩΣ και τον ΑΓΚΟΝ)
Σας είμ' ευγνώμων, άρχοντες, ευγνώμων διά βίου!
(προς τον ΒΑΓΚΟΝ κατ' ιδίαν)
Και δεν ελπίζεις βασιλείς τα τέκνα σου να γείνουν, αφού το υπεσχέθησαν εκείναι που προείπαν ότι θα γείνω Καουδώρ;
Μη το πολυπιστεύης,
και σου ανάψη την ψυχήν και η ελπίς του θρόνου,
μετά τον τίτλον Καουδώρ. – Και όμως είναι θαύμα!
Αλλά συμβαίνει κάποτε τα όργανα του Σκότους
να λέγουν την αλήθειαν διά να μας κολάσουν,
με τα μικρά χαρίσματα μας δελεάζουν πρώτα
και μας ελκύουν έπειτα 'ς τα φοβερά των δίκτυα!
Δυο λόγια, καλοί φίλοι μου.
Αλήθευσαν τα δύο,
ευάρεστα προοίμια μεγάλου επιλόγου, —
του θρόνου προεόρτια! (προς τον ΡΩΣ κτλ.) – Ευχαριστώ, αυθένται. —
(καθ' εαυτόν)
Ω! η προειδοποίησις αυτή η παρά φύσιν δεν ημπορεί να είν' κακή, ούτε καλή να είναι. Κακή αν είναι, διατί μ' αλήθειαν αρχίζει, κ' ευθύς ευθύς ενέχυρον του μέλλοντος μου δίδει; Έγεινα Θάνης Καουδώρ· ιδού! – Καλή αν είναι, ω, διατί ο πειρασμός αυτός με κυριεύει, που μου ορθόνει τα μαλλιά της φρίκης του η σκέψις, και κάμνει ώστε η καρδιά κτυπά εις τα πλευρά μου; σαν να θα 'βγή; Καλλίτερα ο φόβος του παρόντος, παρά διανοήματα απαίσια! Ο νους μου, με μόνον τώρα μέσα του το φάντασμα του φόνου, πόσον πολύ κλονίζεται, ώστ' η ενέργειά του, παρέλυσε κ' η σκέψις μου 'ς τ' ανύπαρκτα πλανάται!
Την έκστασίν του βλέπετε;
Εάν το θέλη η Τύχη
να βασιλεύσω, μόνη της η Τύχη ας με στέψη!
Καθώς και τα φορέματα, τα νέα μεγαλεία,
αν δεν τα συνειθίσωμεν επάνω μας δεν στρώνουν.
Ό,τι κι' αν έχη να συμβή, ο κόσμος να χαλάση,
να γείνη με την ώραν του!
Στους ορισμούς σου, Μάκβεθ!
Με συγχωρείτε! Έτρεχεν ο βαρημένος νους μου
εις ξεχασμένα πράγματα. Αγαπητοί μου φίλοι,
την τόσην καλωσύνην σας την γράφω εις βιβλίον,
που μήτε 'μέρα θα περνά να μη φυλλομετρήσω.
Είμ' έτοιμος· πηγαίνωμεν 'ς τον βασιλέα.
κατ'