Μάκβεθ. Уильям Шекспир
τα όντα τ' άγρια, τα καταζαρωμένα;
Δεν 'μοιάζουν κάτοικοι της γης αν και πατούν το χώμα!
Τι είσθε; Ζήτε; Άνθρωπος 'μπορεί να σας λαλήση;
Αποκριθήτε! Φαίνεσθε ωσάν να μ' εννοήτε,
διότι αναιβάζετε η κάθε μια συγχρόνως
το ξεραμένο δάκτυλο 'ς τα μαραμένα χείλη.
Αν έλειπαν τα γένεια σας θα έλεγα ότ' είσθε
γυναίκες!
Ομιλήσετε αν δύνασθε! Τι είσθε;
Χαίρε, ω Μάκβεθ, χαίρε συ, Μάκβεθ, του Γλάμη Θάνη!
Χαίρε, ω Μάκβεθ, χαίρε συ, του Καουδώρ ο Θάνης!
Χαίρε, ω Μάκβεθ, Βασιλεύς μετέπειτα θα γείνης!
Ω φίλε, τι ξιππάζεσαι, ωσάν να σε φοβίζουν
ακούσματα ευχάριστα; – Εσείς, σας εξορκίζω,
αποκριθήτε! – Πλάσματα της φαντασίας είσθε,
ή όντα είσθ' αληθινά κ' αι τρεις, καθώς σας βλέπω;
'ς τον σύντροφόν μου είπετε τον τωρινόν του τίτλον,
και του επρομαντεύσετε με τους χαιρετισμούς σας
και μέλλουσαν ευγένειαν κ' ελπίδα βασιλείας,
ώστ' έμεινε εις έκστασιν. Δεν μου 'μιλείτ' εμένα;
Ανίσως και προβλέπετε ο Χρόνος τι θα σπείρη,
εάν να 'πήτε δύνασθε ποιος σπόρος θα φυτρώση
και ποίος όχι, 'πήτε μου κ' εμέ, που δεν γυρεύω
την χάριν ή την έχθραν σας, αλλ' ούτε την φοβούμαι!
Χαίρε και συ!
Χαίρε και συ!
Χαίρε και συ, ω Βάγκε!
Του Μάκβεθ ταπεινότερε και μεγαλείτερέ του!
Όχι εξ ίσου ευτυχή, αλλ' ευτυχέστερέ του!
Συ θα γεννήσης βασιλείς κι' αν βασιλεύς δεν γείνης.
Λοιπόν κ' οι δύο χαίρετε, ο Μάκβεθ και ο Βάγκος!
Σταθήτε, γλώσσαι σκοτειναί, και άλλα να μου' πήτε,
Του Γλάμη Θάνην μ' έκαμεν ο θάνατος του Σίνελ8
αυτό το ξεύρω· αλλά πώς του Καουδώρ ο τίτλος;
Ο Θάνης ζη του Καουδώρ κ' είναι πολύς και μέγας!
Το δε να γείνω βασιλεύς, απίθανον εξ ίσου
όσον να γείνω Καουδώρ. Να μου ειπήτε πόθεν
σας έρχετ' η ανήκουστος αυτή πληροφορία;
και διατί 'ς αυτόν εδώ τον έρημον τον λόγγον
μ' αυτούς σας τους προφητικούς χαιρετισμούς κ' αι τρεις σας
τον δρόμον μας εκόψετε; Σας εξορκίζω, 'πήτε!
(Αι Μάγισσαι εξαλείφονται)
Βγάζει κ' η γη, 'σαν το νερό κ' εκείνη, φουσκαλίδες!
Φούσκαις της γης ήσαν κι' αυταί. Τι έγειναν; πού είναι;
Εις τον αέρα. 'Σκόρπισε το άυλο κορμί των
καθώς αχνός 'ς τον άνεμον. Ας έμεναν ακόμη!
Τα όντ' αυτά τα είδαμεν αληθινά εμπρός μας,
ή μη εφάγαμεν κ' οι δυο απ' το φυτόν της τρέλλας
κ' έφυγε ο νους μας;
Βασιλείς
8
Σίννελ, ο πατήρ του Μάκβεθ.