Μάκβεθ. Уильям Шекспир
αν είν' εμπόδια ως τον χρυσόν τον κύκλον, όπου η Τύχη, και μ' αυτήν Δυνάμεις υπέρ φύσιν, να βάλουν τ' απεφάσισαν 'ς την κεφαλήν σου στέμμα!
(Εισέρχεται ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ)
Τι θέλεις συ;
Ο βασιλεύς έρχετ' εδώ απόψε.
Τι λέγεις; Ετρελλάθηκες, ω άνθρωπε! Μαζή του
δεν είναι κι' ο αυθέντης σου; – Θα είχα μήνυμά του
διά να προετοιμασθώ, αν ήρχετο απόψε.
Αλήθεια! Ο αυθέντης μου έρχετ' εδώ κ' εκείνος,
Να τρέξη γρηγορώτερα επρόκαμ' ένας δούλος
και μόλις έφθασεν εδώ. Αναπνοήν δεν είχε!
Μόλις του έμειν' αρκετή να 'πή το μήνυμά του.
Περιποιήσου τον καλά. Μεγάλα νέα φέρνει!
(Εξέρχεται ο ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ).
Ακόμη ως κι' ο κόρακας εβράχνιασε κ' εκείνος που κράζει ότι έρχεται 'ς τους πύργους μου ο Δώγκαν! Ελάτε σεις, Δαιμόνια, εσείς που 'ς των φονέων τας σκέψεις παραστέκεσθε, ξεγυναικώσετέ με! Με άσπλαγχνην σκληρότητα εσείς γεμίσετέ με από τα νύχια 'ς την κορφήν, – το αίμα πήξετέ μου, – τους δρόμους όλους φράξετε εις την συνείδησίν μου, ώστε της φύσεως ορμή ευσπλαγχνική καμμία να μη μπορή τον φοβερόν σκοπόν μου να κλονίση, ούτε να φέρη δισταγμόν εις την εκτέλεσίν του! Εσείς του Φόνου όργανα, όπου και αν πλανάσθε κι' αόρατα συντρέχετε 'ς ό,τι κακόν κι' αν γείνη, ελάτε, κάμετε χολήν το γάλα των μαστών μου! Έλα και συ, Νύκτα βαθειά, σκεπάσου με του Άδου τον σκοτεινότερον καπνόν, ώστε η μάχαιρά μου να μην ιδή την μαχαιριά, και ούτε απ' επάνω να ημπορή ο Ουρανός να με παραμονεύση 'πίσ' απ' τον πέπλον της νυκτός και να φωνάξη: Στάσου!
(Εισέρχεται ο ΜΑΚΒΕΘ)
Ω, έλα, Γλάμη ένδοξε και Καουδώρ μεγάλε,
ω έλα, μεγαλείτερε ακόμη κι' απ' τα δύο
κατά τον τελευταίον των χαιρετισμόν εκείνον!
Το γράμμα σου μ' εσήκωσε απ' το παρόν, και τώρα
το μέλλον προαισθάνομαι!
Αγάπη μου, απόψε
ο βασιλεύς έρχετ' εδώ.
Πότε θ' αναχωρήση;
Καθώς σκοπεύει, αύριον.
Δεν θα ιδή ο ήλιος
αυτό το αύριον ποτέ! Αλλά το πρόσωπόν σου
είναι βιβλίον ανοικτόν, καλέ μου Μάκβεθ, όπου
πράγματ' αλλόκοτα 'μπορεί καθένας ν' αναγνώση.
Θέλεις τον κόσμον να γελάς; Καθώς τον κόσμον κάμνε!
Χαράν να λέγη η γλώσσα σου, το 'μάτι σου, το χέρι·
να φαίνεσαι 'σαν τ' άκακο το άνθος, πλην να ήσαι
το φίδι αποκάτω του! Εκείνος που θα έλθη
την πρέπουσαν περίθαλψιν θα λάβη. Να μ' αφήσης
εγώ τα πάντα μόνη μου απόψε να φροντίσω.
Το μέγα έργον, που αυτήν θα τελεσθή την νύκτα,
εξασφαλίζει και αρχήν και παντοδυναμίαν
δι' όλας τας ημέρας μας και