Μάκβεθ. Уильям Шекспир
που σου είπαν!
Μου είχαν έβγει απ' τον νουν! Αλλά καμμίαν ώραν,
οπόταν έχης τον καιρόν, αλλάζομεν δυο λόγια
περί της υποθέσεως αυτής.
Όταν θελήσης!
Αρκεί να σ' εύρω σύμφωνον όταν θα έλθη η ώρα
και θα κερδίσης εις τιμήν.
Από αυτήν που έχω
να χάσω δεν επιθυμώ ζητών να την αυξήσω.
Θα κάμω ό,τι χρεωστώ εις τρόπον να φυλάξω
την πίστιν μου αμόλυντον και καθαράν καρδίαν.
Καλή σου νύκτα κι' αγαθή εν τούτοις.
Καλή νύκτα!
(Εξέρχονται ο Βάγκος και ο ΦΛΗΝΣ).
ΜΑΚΒΕΘ προς τον υπηρέτην Ειπέ εις την κυρίαν σου, εσύ, να μου σημάνη όταν μου κάμη το πιοτόν, και πέσε να πλαγιάσης12.
(Εξέρχεται ο υπηρέτης).
Τι είναι τούτο, μάχαιρα, που βλέπω αντικρύ μου, με την λαβήν της προς εμέ. Ω έλα να σε πιάσω!.. Δεν σ' έπιασα, αλλά εκείνα τα 'μάτια μου σε βλέπουν!.. Ω φάντασμα απαίσιον, δεν είσαι κ' εις το χέρι καθώς ς' τα μάτια αισθητόν; ή μη δεν είσαι άλλο παρά μαχαίρι φανταστόν, απάτης μόνον πλάσμα που το γεννά η κεφαλή 'ς την έξαψιν της θέρμης; Όμως σε βλέπω πάντοτε, ψηλαφητόν σε βλέπω καθώς αυτό, που το τραβώ από την θήκην τώρα! Τον δρόμον όπου έμελλα να πορευθώ μου δείχνεις, και όμοιόν σου σύνεργον θα είχα εις το χέρι!.. Μη παίζουν με τα 'μάτια μου αι άλλαι μου αισθήσεις, μη τα πάντα ξεπερνά η όρασίς μου μόνη; δε βλέπω, να! κ' εις την λαβήν κ' επάνω 'ς την λεπίδα αίματος είναι σταλαγμοί, όπου δεν ήσαν πρώτα! Όχι! απάτη μου το παν! Ο φονικός σκοπός μου το σχήμ' αυτό τ' ανύπαρκτον 'ς τα 'μάτια μου λαμβάνει!.. αυτήν την ώραν της νυκτός 'ς το ήμισυ της σφαίρας η φύσις φαίνετ' ως νεκρά, – κ' εξαπατούν τον ύπνον όνειρα τώρα τρομερά μέσ' 'ς τα σκεπάσματά του. Τώρα γυρνούν Εξωτικά, κ' εις την χλωμήν Εκάτην προσφέρουν την λατρείαν των. Κι' ο άσαρκος ο Φόνος ακούει τα ουρλιάσματα του λύκου, του φρουρού του, και ξεκινά, κι' αργοπατεί 'ς το σκότος, με το βήμα που 'πήγαιν' ο Ταρκίνιος 'ς το έργον του… 'σαν φάσμα! – Εσύ ω Γη ακίνητη, γερά θεμελιωμένη, τα βήματά μου μη τ' ακούς εκεί όπου πηγαίνουν, μη τύχη και οι λίθοι σου βαλθούν να φλυαρήσουν και διώξουν έξαφν' απ' εδώ την φρίκην, που αρμόζει ς' αυτής της ώρας τον σκοπόν! – Ενώ τον φοβερίζω εκείνος ζη. Τέτοια φωτιά με λόγια δεν ανάπτει!
(Ακούεται σήμαντρον)
Πηγαίνω, και τετέλεσται! Το σήμαντρον με κράζει!
Σημαίνει, Δώγκαν, διά σε! Νεκρώσιμα σημαίνει!
Μη το ακούς! Ή Ουρανός ή Άδης σε προσμένει!
(Εξέρχεται).
ΣΚΗΝΗ Β'
Εν τω αυτώ προδόμω.
Εισέρχεται η ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ.
Εκείνο που τους 'μέθυσε, καρδιά 'ς εμένα δίδει·
εκείνο που τους 'δρόσισεν, εμένα με φλογίζει!..
Τι είναι τούτο; – Σιωπή!.. Η κουκουβάγια ήτον,
ο κράκτης ο απαίσιος, που άγρια φωνάζει
την μαύρην καλήν-νύκτα του! – Ο Μάκβεθ είναι μέσα,
η θύρα είναι ανοικτή, κ' οι δούλοι μεθυσμένοι
εμπαίζουν το καθήκον των με τα ροχαλητά των.
Εδόλωσα με βότανα το βραδυνόν
12
Το &βραδυνόν& τούτο &πιοτόν& ήτο, ως φαίνεται, σύνηθες προ του ύπνου, κατά τους χρόνους του Σαικσπείρου. Εν τη επομένη σκηνή βλέπομεν ότι η Λαίδη Μάκβεθ, κατά τα προσχεδιασθέντα, απενάρκωσε δι' αυτού τους παρά τον Βασιλέα κοιμωμένους φύλακας. Συνίστατο δε, ως λέγεται, το ποτόν τούτο, εκ μίγματος οίνου και γάλακτος.