Μάκβεθ. Уильям Шекспир

Μάκβεθ - Уильям Шекспир


Скачать книгу
ν' αφίνης πάντοτε κατόπιν απ' το &θέλω&

          ν' ακολουθή το &δεν τολμώ&;

ΜΑΚΒΕΘ

                  Παρακαλώ, σιώπα!

          Τολμώ να κάμω κάθε τι οπού αρμόζει 'ς άνδρα.

          Εκείνος που πλειότερον τολμά, δεν είναι άνδρας!

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ

          Λοιπόν τι ζώον σ' έκαμε να μου ανακαλύψης

          τα σχέδιά σου; Τότε δα ήσο αλήθεια άνδρας,

          όταν δεν σ' έλειπ' η καρδιά και να τα εκτελέσης!

          Και όσον μεγαλείτερος ζητείς να γείνης, τόσον

          είσ' άνδρας! Δεν συνέτρεχε τόπος ή ώρα τότε,

          αλλ' όμως ήθελες εσύ να φέρης και τα δύο.

          Ιδού πού ήλθαν μόνα των! Αλλά ενώ τα ηύρες,

          συ χάνεσαι! – Το γάλα μου το έδωκα και 'ξεύρω

          πώς τ' αγαπά το βρέφος της μια μάννα που βυζάνει·

          πλην κι' αν μ' εγλυκοκύτταζε 'ς τα 'μάτια το παιδί μου

          θα ήρπαζα την ρώγα μου απ' τ' απαλά του γούλια

          να του συντρίψω τα μυαλά, αν είχα κάμει όρκον,

          καθώς εσύ τ' ωρκίσθηκες αυτό!

ΜΑΚΒΕΘ

                      Κι' αν αποτύχω;

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ

          Ποιος θ' αποτύχη; Στύλωσε την γενναιότητά σου

          και δεν αποτυγχάνομεν. Ενώ κοιμάτ' ο Δώγκαν, —

          κ' ύπνον βαρύν του ταξειδιού ο κόπος θα του φέρη, —

          τους δυο θαλαμηπόλους του θα τους δαμάσω τόσον

          με τα συχνοκεράσματα, που το μνημονικόν των,

          ο φύλακας του λογικού, ένας ατμός θα γείνη,

          και μέσ' από την θήκην του ο νους θα ξεθυμάνη.

          Ενώ εκείνοι κοίτονται ωσάν αποθαμένοι

          'ς τον ύπνον τον κτηνώδη των, και τι δεν ημπορούμεν

          οι δυο μας ανεμπόδιστοι να κάμωμεν τον Δώγκαν,

          και ν' αποδώσωμεν το παν 'ς τους δύο φύλακάς του,

          ώστε αυτοί να φορτωθούν του έργου μας το βάρος;

ΜΑΚΒΕΘ

          Να μου γεννάς αρσενικά, διότι μόνον άνδρες

          αξίζει απ' τ' αδάμαστα τα σπλάγχνα σου να 'βγαίνουν!

          Και ποιος τω όντι δεν θα 'πή, – τους δύο κοιμισμένους

          αφού τους πασαλείψωμεν με αίμα, και συγχρόνως

          αν κάμωμεν των μαχαιριών των ιδικών των χρήσιν, —

          ποιος δεν θα 'πή ότ' είν' αυτοί οι ένοχοι και μόνοι;

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ

          Ποιος θα τολμήσει να ειπή ή να πιστεύση άλλο,

          όταν ιδούν τους θρήνους μας διά τον θάνατόν του;

ΜΑΚΒΕΘ

          Επήρα την απόφασιν, κι' όλαι μου αι δυνάμεις

          εις τούτο μόνον θα στραφούν το φοβερόν το έργον.

          Πηγαίνωμεν! Ας ήμεθα φαιδροί 'ς τον κόσμον όλον,

          ας κρύψη ο δόλος του 'ματιού του στήθους μας τον δόλον!

      ΠΡΑΞΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ

      ΣΚΗΝΗ Α'

      Πρόδομος εν τω μεγάρω του Μάκβεθ.

      Εισέρχεται ο ΦΛΗΝΣ φέρων εις χείρας δαυλόν, ακολουθούμενος δε υπό του ΒΑΓΚΟΥ.

ΒΑΓΚΟΣ

          Τι ώρα είναι της νυκτός;

ΦΛΗΝΣ

                  Δεν ήκουσα την ώραν,

          αλλ' η σελήνη έδυσε.

ΒΑΓΚΟΣ

          Και τώρα βασιλεύει

          μεσάνυκτα.

ΦΛΗΝΣ

              Αργότερα


Скачать книгу