Μάκβεθ. Уильям Шекспир
ν' αφίνης πάντοτε κατόπιν απ' το &θέλω&
ν' ακολουθή το &δεν τολμώ&;
Παρακαλώ, σιώπα!
Τολμώ να κάμω κάθε τι οπού αρμόζει 'ς άνδρα.
Εκείνος που πλειότερον τολμά, δεν είναι άνδρας!
Λοιπόν τι ζώον σ' έκαμε να μου ανακαλύψης
τα σχέδιά σου; Τότε δα ήσο αλήθεια άνδρας,
όταν δεν σ' έλειπ' η καρδιά και να τα εκτελέσης!
Και όσον μεγαλείτερος ζητείς να γείνης, τόσον
είσ' άνδρας! Δεν συνέτρεχε τόπος ή ώρα τότε,
αλλ' όμως ήθελες εσύ να φέρης και τα δύο.
Ιδού πού ήλθαν μόνα των! Αλλά ενώ τα ηύρες,
συ χάνεσαι! – Το γάλα μου το έδωκα και 'ξεύρω
πώς τ' αγαπά το βρέφος της μια μάννα που βυζάνει·
πλην κι' αν μ' εγλυκοκύτταζε 'ς τα 'μάτια το παιδί μου
θα ήρπαζα την ρώγα μου απ' τ' απαλά του γούλια
να του συντρίψω τα μυαλά, αν είχα κάμει όρκον,
καθώς εσύ τ' ωρκίσθηκες αυτό!
Κι' αν αποτύχω;
Ποιος θ' αποτύχη; Στύλωσε την γενναιότητά σου
και δεν αποτυγχάνομεν. Ενώ κοιμάτ' ο Δώγκαν, —
κ' ύπνον βαρύν του ταξειδιού ο κόπος θα του φέρη, —
τους δυο θαλαμηπόλους του θα τους δαμάσω τόσον
με τα συχνοκεράσματα, που το μνημονικόν των,
ο φύλακας του λογικού, ένας ατμός θα γείνη,
και μέσ' από την θήκην του ο νους θα ξεθυμάνη.
Ενώ εκείνοι κοίτονται ωσάν αποθαμένοι
'ς τον ύπνον τον κτηνώδη των, και τι δεν ημπορούμεν
οι δυο μας ανεμπόδιστοι να κάμωμεν τον Δώγκαν,
και ν' αποδώσωμεν το παν 'ς τους δύο φύλακάς του,
ώστε αυτοί να φορτωθούν του έργου μας το βάρος;
Να μου γεννάς αρσενικά, διότι μόνον άνδρες
αξίζει απ' τ' αδάμαστα τα σπλάγχνα σου να 'βγαίνουν!
Και ποιος τω όντι δεν θα 'πή, – τους δύο κοιμισμένους
αφού τους πασαλείψωμεν με αίμα, και συγχρόνως
αν κάμωμεν των μαχαιριών των ιδικών των χρήσιν, —
ποιος δεν θα 'πή ότ' είν' αυτοί οι ένοχοι και μόνοι;
Ποιος θα τολμήσει να ειπή ή να πιστεύση άλλο,
όταν ιδούν τους θρήνους μας διά τον θάνατόν του;
Επήρα την απόφασιν, κι' όλαι μου αι δυνάμεις
εις τούτο μόνον θα στραφούν το φοβερόν το έργον.
Πηγαίνωμεν! Ας ήμεθα φαιδροί 'ς τον κόσμον όλον,
ας κρύψη ο δόλος του 'ματιού του στήθους μας τον δόλον!
ΠΡΑΞΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ
ΣΚΗΝΗ Α'
Πρόδομος εν τω μεγάρω του Μάκβεθ.
Εισέρχεται ο ΦΛΗΝΣ φέρων εις χείρας δαυλόν, ακολουθούμενος δε υπό του ΒΑΓΚΟΥ.
Τι ώρα είναι της νυκτός;
Δεν ήκουσα την ώραν,
αλλ' η σελήνη έδυσε.
Και τώρα βασιλεύει
μεσάνυκτα.
Αργότερα