Κριτήριο Λάιμπνιτς. Maurizio Dagradi
Ψηλάφισε για να βρει τον διακόπτη, αλλά μια φωνή τον σταμάτησε.
<Κλείσε την πόρτα και μην ανάψεις το φως, σε παρακαλώ>, ήταν εκείνη με τον ίδιο τόνο ταλαιπωρίας που είχε και πριν.
Ο ΜακΚίντοκ έκλεισε προσεκτικά την πόρτα και βρέθηκε στο απόλυτο σκοτάδι.
<Σίνθια, τι ...>
<Έχω πονοκέφαλο, Λάχλαν. Έναν φοβερό πονοκέφαλο και δεν μπορώ να βλέπω το φως.>
<Χμ ... Α…εεε ... τι μπορώ να κάνω; Ήθελα να σε συναντήσω ...>, ψέλλισε συγχυσμένος.
<Το διαμέρισμα το ξέρεις. Προσπάθησε να φτάσεις ως εδώ, αλλά μην ανάψεις το φως!> κατέληξε παραπονεμένα.
<Α ... εεε ... εντάξει. Θα προσπαθήσω>.
Τα μάτια του συνήθισαν στο σκοτάδι και ο ΜακΚίντοκ περπατούσε αργά, ένα βήμα τη φορά και πιάνοντας τον τοίχο, διέσχισε το σαλόνι. Η φωνή της Σίνθια ερχόταν από εκεί. Ήταν έξι-επτά μέτρα, αλλά στο απόλυτο σκοτάδι φαίνονταν σαν ένα χιλιόμετρο. Στα μισά της διαδρομής, ο ΜακΚίντοκ αισθάνθηκε λίγο πιο ασφαλής και επιτάχυνε, αλλά τότε το χέρι που ακουμπούσε στον τοίχο χτύπησε ένα διακοσμητικό. Αυτό έπεσε βαρύ στο έδαφος με έναν δυνατό, υπόκωφο θόρυβο.
<Αααα!>, ωρυόταν η Σίνθια, παραμορφωμένη από τον πόνο.
<Αναθεμ ...>, ξέσπασε ο ΜακΚίντοκ, έχοντας παραλύσει.
<Ακόμη και οι θόρυβοι με αρρωσταίνουν! Πρόσεχε!> φώναξε, υποφέροντας από τον πόνο.
Ο ΜακΚίντοκ ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Δεν βρήκε άλλη λύση από το να πέσει στα τέσσερα στο πάτωμα και να προχωρήσει με τα γόνατα προς τη φωνή.
Με την αφή, κατάλαβε ότι το πεσμένο αντικείμενο ήταν ένα τεράστιο εβένινο άγαλμα που αναπαριστούσε έναν αφρικανό πολεμιστή οπλισμένο με δόρατα. Ήλπιζε να μην είχε σπάσει. Θα ήταν πολύ θλιβερό να έκανε κάποια ζημιά στη Σίνθια.
<Έχω, σχεδόν, φτάσει>, προχώρησε λίγο ακόμη και ήταν στον προορισμό του.
<Εδώ είμαι. Πώς είσαι, γλυκιά μου;> ρώτησε, ενώ καθόταν οκλαδόν δίπλα στον καναπέ, όπου ήταν ξαπλωμένη η Σίνθια.
<Μμμ, είμαι άρρωστη>, είπε με κλαμένη φωνή. <Είμαι άσχημα, πολύ άσχημα ...>
Έψαξε το χέρι της και το πήρε απαλά.
<Λυπάμαι. Αν το ήξερα ... αν το είχα φανταστεί ... Λυπάμαι.> Ήταν συντετριμμένος, ίσως όπως δεν υπήρξε ποτέ στη ζωή του. Τουλάχιστον, όχι για μια τέτοια κατάσταση. <Μα ... τι έχεις; Ποτέ δεν σε έχω δει έτσι>.
<Μίλα πιο σιγανά, παρακαλώ>, τον προειδοποίησε εξασθενημένη η Σίνθια.
<Ω, συγγνώμη>, ψιθύρισε αμέσως ο ΜακΚίντοκ. <Με συγχωρείς, γλυκιά μου. Λοιπόν, τι σου συμβαίνει;>
<Συμβαίνει ότι έχω πονοκέφαλο, δεν βλέπεις;>, ξέσπασε ενοχλημένη. Δεν ήταν καλά, ήταν εμφανές, και οι αντιδράσεις της είχαν αλλοιωθεί.
Ο ΜακΚίντοκ προτίμησε να παραμείνει σιωπηλός για λίγο, ώσπου να ηρεμήσει.
Έμεινε έτσι για πέντε ολόκληρα λεπτά, στη συνέχεια, προσπάθησε να επικοινωνήσει χαμηλόφωνα.
<Μπορείς να μου πεις κάτι;>
<Μόλις ήρθα σπίτι από τη δουλειά, με έπιασε αυτός ο πονοκέφαλος>, του είπε με δυσκολία , ψιθυρίζοντας. <Δεν ξέρω ούτε τι ώρα είναι ...>
<Είναι οκτώ>, την ενημέρωσε αργά-αργά ο ΜακΚίντοκ, μετά από μια ματιά στο ρολόι του με τη φωσφορίζουσα οθόνη.
<Τότε