Κριτήριο Λάιμπνιτς. Maurizio Dagradi
χα!>, τον κορόιδεψε και πάλι γελώντας εγκάρδια.
<Ουφ! Είναι στη ντουλάπα σου!>, αναφώνησε πηδώντας από το κρεβάτι και αρπάζοντάς την από τους ώμους. Εκείνη τον άφησε να την πιάσει κι εκείνος τη φίλησε δυνατά στο μέτωπο.
<Πώς είσαι σήμερα;> τη ρώτησε κοιτάζοντάς την, τρελά ερωτευμένος. <Σου πέρασε ο πονοκέφαλος;>
<Ναι, είμαι πολύ καλά και έχω μια φοβερή πείνα. Έτσι ...> και αντιστάθηκε στην προσπάθειά του να την μεταφέρει στο κρεβάτι <... έτσι τώρα τρώμε!>, σπαρτάρησε και έτρεξε στην κουζίνα, γελώντας.
Ο ΜακΚίντοκ την είδε να τρέχει μακριά, ανάλαφρη, σαν μια πεταλούδα, με εκείνο το χυμώδες και εκρηκτικό σώμα που τον αναστάτωνε, κάθε φορά που την έβλεπε. Είχε τρομερή επιθυμία να κάνει έρωτα μαζί της, αλλά κατάλαβε ότι η Σίνθια ήταν χωρίς φαγητό από το μεσημέρι της προηγούμενης ημέρας, έτσι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.
Πήγε κι εκείνος στο μπάνιο και ετοιμάστηκε, φορώντας γρήγορα, αλλά με προσοχή τα ρούχα του και στη συνέχεια, πήγε στην κουζίνα.
Η Σίνθια εν τω μεταξύ είχε φτιάξει αυγά, μπέικον και φρυγανισμένο ψωμί, και τα έφαγαν όλα μαζί μέσα σε λίγα λεπτά.
<Όπως, ίσως παρατήρησες, έφαγα όλα τα τυριά και τα λαχανικά που είχες στο ψυγείο. Ήμουν πραγματικά πολύ πεινασμένος>.
Η Σίνθια έγνεψε επιδοκιμαστικά, καθώς μασούσε τις τελευταίες μπουκιές .
<Πριν γυρίσω στο Μάντσεστερ θα περάσω και θα σου αγοράσω ό,τι χρειάζεσαι>.
<Δεν είναι ανάγκη. Θα το φροντίσω εγώ, απόψε, πριν γυρίσω από τη δουλειά>.
<Όχι, δεν θέλω να σπαταλήσεις χρόνο. Εγώ σου έφαγα τα πράγματα, γι 'αυτό είναι σωστό να σου τα αντικαταστήσω>, επέμεινε ο ΜακΚίντοκ.
<Εντάξει, αν επιμένεις>, δέχτηκε τελικά η Σίνθια ενώ σήκωνε το μεγάλο ποτήρι με τον χυμό αχλαδιού και το πήγαινε στα χείλη της.
Ο ΜακΚίντοκ την κοίταζε να πίνει, συγκλονισμένος από τον ενθουσιασμό όπως και όλες τις άλλες φορές. Όταν έπινε τον χυμό, η Σίνθια σήκωνε το πηγούνι της και κατάπινε ρυθμικά με τόσο αισθησιακές κινήσεις του λαιμού, που εκείνον τον κατέλαβε μια τρελή φρενίτιδα να την κατακτήσει, να διεισδύσει μέσα της με όλο του το είναι και να την γεμίσει. Εκείνη τα ήξερε καλά όλα αυτά, και τον πείραζε ειλικρινά και ύπουλα, όπως όλες οι σέξι γυναίκες που έχουν επίγνωση του σεξαπίλ τους. Όταν το μεγάλο ποτήρι ήταν άδειο, η Σίνθια έγειρε περισσότερο προς τα πάνω και άφησε τις τελευταίες σταγόνες να πέσουν απευθείας πάνω στη γλώσσα της, γνωρίζοντας ότι εκείνη τη στιγμή ο ΜακΚίντοκ θα έφτανε στο αποκορύφωμα της διέγερσης. Πράγματι, ήταν κόκκινος σαν ντομάτα και έσφιγγε δυνατά την άκρη του τραπεζιού με τα χέρια του και οι αρθρώσεις του είχαν ασπρίσει από τη σύσπαση των μυών.
Μετά την τελευταία σταγόνα η Σίνθια ακούμπησε το ποτήρι πάνω στο τραπέζι με δύναμη. Ο δυνατός θόρυβος τρόμαξε τον ΜακΚίντοκ και τον έκανε να ανοίξει διάπλατα τα μάτια του, λαχανιασμένος.
<Τώρα ... τώρα ...> τραύλισε.
<Τώρα ήρθε η ώρα να πας στη δουλειά!>, αναφώνησε, δείχνοντάς του το ρολόι στον τοίχο.
Αργά και μηχανικά, ο ΜακΚίντοκ γύρισε το βλέμμα του προς το ρολόι,