Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος. Angelos Vlachos

Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος - Angelos Vlachos


Скачать книгу
απροσδόκητον επίσκεψιν, όσον διότι κατελαμβάνετο αίφνης εν κατοχή του πολυτίμου ατόμου μου.

      – Πώς μ' ετρόμαξες! επανέλαβε, και σπεύσασα έκλεισε μεθ' ορμής το κιβώτιον, πρόφθασα όμως ήδη να με ρίψη εντός αυτού.

      – Σ' ετρόμαξα; α, α! ανεφώνησεν ο μυστακίας, και διατί, παρακαλώ, ετρόμαξε το Μαριγάκι μας;

      Αι! . . 'ξεύρω κ εγώ, υπετραύλισεν η ανυπόκριτος κόρη, μήτε την αλήθειαν του τρόμου αυτής κατορθούσα να κρύψη, μήτε την πορφυραν των παρειών της να μετριάση.

      – Δεν ηξεύρεις; επανέλαβεν ο εισβαλών κατακτητής· και εις εκείνην λοιπόν την κασέλλαν τι ερρίψαμεν, παρακαλώ;

      – Τίποτε, . . τίποτε, . . ένα γράμμα.

      – Γράμμα; Τι; έχομεν και αλληλογραφίαν τώρα;

      – Είνε από την εδελφήν μου, καϋμένε, από την Σύρα, εψιθύρισεν η Μαρία, προσπαθούσα, αλλ' αργά πλέον, να διορθώση το κινδυνώδες ψεύδος, δι' ου είχεν αποπειραθή να κρύψη την επικινδυνωδεστέραν αλήθειαν.

      – Από την αδελφήν σου; Για να ιδώ!

      Και ο δεκανεύς, πλησιάσας διά βαρέος του βήματος εις το κιβωτίον, έθηκε την χείρα επ' αυτό και ητοιμάζετο να το ανοίξη, ότε ευκίνητος και ταχεία η κομψή θαλαμηπόλος ώρμησεν επίσης προς το κιβώτιον, και την ήκουσα καθημένην επ' αυτού.

      – Μαρία, . . με γελάς! και μα τον Θεόν . .,

      – Μα, καϋμένε Δημήτρη, δεν με πιστεύεις, το λοιπόν;

      – Όχι, Κυρία! είπε μετ' αξιοπρεπείας ο εν στολή Άρης, και αναστάς μετά επικής ηρεμίας έστρηψε τον μύστακα αυτού, και ητοιμάσθη να εξέλθη.

      – Τι; φεύγεις ; ηδυνήθη μόλις να ψελλίση η εγκαταλειπομένη νέα εκείνη Καλυψώ, και διά μικράς τινος οπής του κιβωτίου είδον την πορφύραν των παρειών αυτής σβεννυμένην υπό νέφος ωχρόν.

      Αλλ' Ο Δημήτρης εβάδιζε προς την θύραν, ως το μάτην εκλιπαρούμενον υπό του Οδυσσέως φάσμα του Αίαντος.

      – Στάσου, το λοιπόν, στάσου! . . . επεφώνησε τέλος η Μαρία, και ανοίξασα το κιβώτιον με έλαβε πάλιν εις χείρας της.

      Ο δεκανεύς είχεν ήδη σταθή, και επεστράφη προς τον κρότον του ανοιγομένου κιβωτίου.

      – Νά τι είνε όλον το μυστικόν! προσέθηκεν η κόρη, και με έδειξεν εις τον τρυφερόν της καρδίας της τύραννον.

      – Ω! ω! . . ανέκραξεν εκείνος, έχομεν και μετοχάς, βλέπω, Μαριγάκι; και η φωνή αυτού ήτο μελωδίας αυλού μελωδικωτέρα, και μειδίαμα γόητος διέστελλε τα μυστακοφόρα του χείλη.

      Μου την εχάρισε σήμερα η κυρία.

      – Και συ . . θα την χαρίσης βέβαια εις τον Δημητράκη σου.

      Ω! ανεφώνησεν η ταλαίπωρος θαλαμηπόλος, και το επιφώνημά της εκείνο, όπερ εξέφραζε κόσμον ολόκληρον αισθημάτων, διέτρεξεν εν μια στιγμή όλην την κατιούσαν φωνητικήν κλίμακα.

      – Τι θα ειπή, ω! αφού θα σε πάρω, αφού όσα έχω είνε δικά σου, και όσα έχεις είνε δικά μου;

      – Ναι, αλλά . . . .

      – Έλα τόρα . . . ανοησίαις! Μ' αυτήν την μετοχήν ημπορούμεν να κάμωμεν παράδες, το ξεύρεις;

      Ο διάλογος εξηκολούθησεν έτι επί το τρυφερώτερον, και σφραγισθείς τέλος διά τινων θωπειών και φιλημάτων, αποτέλεσμα έσχε την εις χείρας του δεκανέως Δημήτρη μεταβίβασίν μου.

      – Καλά κέρδη το λοιπόν, εφώνησεν ύστατον η μικρά Μαρία, ενώ ο μέλλων αυτής σύζυγος διέβαινε την φλιάν του


Скачать книгу