Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος. Angelos Vlachos
το βλέμμα του κυρίου μου παρηκολούθησε το δάκτυλόν του δεικνύοντός με, και η οικτρά μου κατάστασις συνεκίνησεν αυτόν.
Μωρέ παιδιά, η μετοχή μου γίνεται τουρσί! ανέκραξε, και αναλαβών με φιλοστόργως, με εσπόγγισε διά της χειρίδος αυτού και με απέθηκε συμπτύξας επιμελώς εις τον κόλπον του.
VI
Ταφείσα και πάλιν εις τον ζοφερόν εκείνον τάφον, ουδέν πλέον ήκουσα, ειμή συγκεχυμένον τινά βόμβον, ισχυρότερον ολονέν αποβαίνοντα, και απολήξαντα τέλος εις πανδαιμόνιόν τινα πάταγον, ενώ αμυδρώς διέκρινα τον δούπον γρόνθων φερομένων κατά της τραπέζης, τον κρότον σκαμνιών θραυομένων κατ' αλλήλων, οιμωγάς δερομένων, και οδόντων τριγμούς και βλασφημίας και ύβρεις.
Ησθάνθην τον κύριόν μου αναστάντα από της έδρας του και αναμιχθέντα κλονουμένω τω βήματι εις την έριδα, πλην μετ' ολίγον χειρ ρωμαλέα έδραξεν αυτόν από του στήθους, τα συνέχοντα το ιμάτιον αυτού κομβία διεσπάσθησαν, και εγώ κατέπεσα χαμαί εις το βορβορώδες έδαφος του οινοπωλείον.
Τα περαιτέρω είνε συγκεχυμένα και αόριστα εις την μνήμην μου. Καταπατηθείσα επί πολλήν ώραν υπό των θορυβωδώς εξερχομένων του οινοπωλείου, και ζυμωθείσα με τον οινόφυρτον του εδάφους πηλόν, ανεσύρθην τέλος υπό του οινοπώλου Κυρ Μπούτρου, εκαθαρίσθην υπ' αυτού όσον ήτο δυνατόν, και περί μέσας νύκτας κατέλιπον μετ' αυτού το οινοπωλείον.
VII
Λίαν πρωί εξήλθεν ο οινοπώλης Μπούτρος της οικίας του, φέρων με τυλιγμένην εντός παλαιάς εφημερίδος, και απαντών εις την σύζυγον αυτού, ερωτώσαν: πού υπάγει,
– Πάω να ξεκάμω αυτό το διαβολόχαρτο, να μην εύρω τον μπελά μου.
Πλησιάσας δε πραγματικώς μετ' ολίγον περίεργόν τι είδος ανθρώπου, μακρόν έχοντος και πιναρόν τον πώγωνα, ατημέλητον δε την κόμην και φυσιογνωμίαν μετέχουσαν αλώπεκος συνάμα και γυπός, με επώλησεν εις αυτόν επί υπερτιμήσει τεσσαράκοντα φράγκων.
– Ας ωφεληθούν και άλλοι, είπεν ο ολιγαρκής Μπούτρος, εγκαταλείπων με εις τας απλύτους χείρας του νέου μου κατόχου.
Εκολακεύθημεν, το ομολογώ, η φιλοτιμία μου εκ της υπερτιμήσεως, την οποίαν ήξιζα ήδη, αλλ' αι καπνού και λίπους απόζουσαι χείρες του νέου μου κυρίου επείραξαν τα νεύρα μου φοβερά.
– Ούτος με απέθηκεν επιμελώς εις τα βάθη μεγάλου θυλακίου του πανταχόθεν καταρρέοντος επενδύτου του, όπου, προς μικράν μου καν παρηγορίαν, απήντησα και άλλας εκ των αδελφών μου τεθαμμένας εκεί προ εμού. Ολίγος δε παρήλθε χρόνος, και η ρυπαρά εκείνη χειρ εισήλθε και πάλιν εις το θυλάκιον, και νέαι αδελφαί μου απετέθησαν πλησίον μου. Το αυτό επανελήφθη πολλάκις της ημέρας, και ηπόρουν τη αληθεία, πού ο ρυπαρός εκείνος ρακενδύτης εύρισκε τόσα χρήματα, ώστε να πληρόνη υπερτιμημένας όλας μου εκείνας τας αδελφάς.
Δεν διήρκεσεν όμως μακρόν η απορία μου, διότι μετά τινας ώρας, περί το εσπέρας, ο κάτοχος ημών εγκατέλιπε την αγοράν, και μεθ' ικανώς μακράν πορείαν, διά πολλών και σκοτεινών οδών, εισήλθεν εις μεγάλην οικίαν, και εζήτησε τον οικοδεσπότην.
– Τρώγει, τω είπεν η υπηρέτρια.
– Πολύ καλά, παρετήρησεν εκείνος μετά θρασύτητος, ην δεν ηδυνάμην ότε