Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος. Angelos Vlachos
Κυρ Γιάννης, ως άνθρωπος φρόνιμος και περιεσκεμμένος, περιήλθεν ικανήν ώραν το εν τη οδώ πλήθος, οσφραινόμενος πανταχού ως ρινηλάτης κύων, λαλών σιγά προς τον ένα, νεύων προς τον άλλον και σφίγγων τρίτου την χείρα, εισήλθε μετά ταύτα εις το γωνιαίον καφενείον, όπου η αυτή περίπου σκηνή της οδού επανελαμβάνετο κατά μικροτέρας διαστάσεις, ανήλθε κατόπιν εις το υπεράνω του καφενείου κατάστημα, εβολιδοσκόπησε τας διαθέσεις του πανταχόθεν πλημμυρούντος κερδοσκοπικού κοινού, και μη ευχαριστηθείς, φαίνεται, κατέβη πάλιν εις την οδόν, όπου ήρχισε νέας διπλωματικάς ενεργείας. Μετ' ολίγας στιγμάς ησθάνθην αυτόν πλησιάσαντα εις δειλόν τινα και ωχρόν κύριον, ούτινος η μαραμμένη μορφή ενέφαινε κάματον, ανησυχίαν, και πεζότερόν τι ίσως έτι συναίσθημα, το της πείνης.
Τις οίδε πόσην ώραν είχεν ο ταλαίπωρος να φάγη.
– Λοιπόν, κυρ Θοδωράκη, δεν θα κάμωμεν τίποτε; ηρώτησεν επαγωγώς μειδιών ο κυρ Γιάννης. Δεν θα μου δώσης ένα δεκάρι εις τα σαρανταεννηά;
– Στα πενήντα αγοράζω εγώ, απήντησε μετά πυρετώδους εξάψεως ο Θοδωράκης.
– Πόσα; έσπευσε να ερωτήση ψυχρώς ο μεσίτης μου.
– Τριάντα . . . αν έχης, απήντησεν ο αγοραστής.
– Δικά σας! προσέθηκεν ο κυρ Γιάννης, και έτεινε την χείρα του προς τον ωχρόν και πυρέσσοντα Θοδωράκην.
– Τα χρήματα όμως, υπέλαβεν εκείνος, τείνων επίσης την χαρά του εις τον μεσίτην, αύριον το πρωί, διότι σήμερον εκτινάχθηκα.
– Όπως αγαπάτε, παριτήρησε γλυκερώς ο κυρ Γιάννης· μου δίδετε μόνον ένα χαρτάκι . . .
Και εισελθόντες εις παρακείμενον καπνοπωλείον, ούτινος η τράπεζα είχε προχείρως μεταβληθή εις κολλυβιστικόν λογιστήριον, συνετέλεσαν προς μεγίστην μου ευχαρίστησιν την συναλλαγήν αυτών. Λέγω δε, προς μεγίστην μου ευχαρίστησιν, διότι εκτός της χορηγηθείσης μοι πάλιν προς ώραν ελευθερίας διά της λύσεως του δέματος, όπερ έφερεν υπό μάλης ο κυρ Γιάννης, είδα μεθ' υπερηφανείας, ότι μία των εις υπερτίμησιν εκατόν πεντήκοντα φράγκων πωληθεισών μετοχών ήμην και εγώ.
– Αληθώς, διελογιζόμην κατ' εμαυτήν, φερομένη μετ' ολίγας στιγμάς εν τω θυλακίω του κυρ Θοδωράκη, αληθώς ο εκδότης μου ήτο μέγας ανήρ και είχε μεγαλοφυίαν ουχί των κοινών, κατορθώσας εντός ολίγων ημερών να αξίζουσι τα πεντήκοντα φράγκα διακόσια. Διότι, τέλος πάντων, εγώ είχα πληρωθή πρό τινων ημερών πεντήκοντα φράγκα, και όμως ηγοράσθην πρό τινων στιγμών αντί διακοσίων. Τούτο ήτο αλήθεια, ήτο γεγονός, ούτινος υπήρξα αυτήκοος και αυτόπτης. Και όμως εγώ ουδόλως είχα μεταβληθή· ήμην πάντοτε η αυτή, κατ' ουδέν αυξηθείσα, κατ' ουδέν βελτιωθείσα. Έφερον μόνον επ' εμού ολίγας κηλίδας ρητινίτου και στίγματά τινα εκ του βορβορώδους εδάφους του καπηλείου, όπου κατά κακήν μου μοίραν είχα κυλισθή την αξιομνημόνευτον εκείνην εσπέραν την οποίαν διηγήθην ήδη, αλλά δεν ηδυνάμην να εννοήσω, αν αι πρόσθετοί μου αύται ιδιότητες ήσαν ικαναί να δικαιολογήσωσι την υπερτίμησίν μου. Τι άρα γε συνέβη εν τω μεταξύ, και υψώθη τόσον η αξία μου; Ποίοι λόγοι παρεκίνουν τους ανθρώπους να πλειοδοτώσι προς απόκτησίν μου; Μάτην προσεπάθουν να το εννοήσω, και εσκεπτόμην έτι περί τούτου, ότε ο νέος μου κύριος εισήλθεν εις την οικίαν του, και πριν ή έτι αποβάλη τον πίλον αυτού, εξήγαγε του θυλακίου