Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος. Angelos Vlachos
μορφάζουσα η κυρία Σουσαμάκη, ωραίον πράγμα! να δροσίζωνται αι κυρίαι με μήλα και με κρασί του Σόλωνος.
– Αι κυρίαι, αν αγαπούν, ας πιουν λεμονάδαις, και ας φάγουν πισκότα και παγωτά . . .
– Λεμονάδαις; πισκότα; παγωτά; ανεφώνησεν η Πασιφάη, και η φωνή της ανέβαινε προς την υπάτην καθόσον προυχώρει η απαρίθμησις. Χαρά 'ς το! Μα το λοιπόν θα μας κοστίση χίλιαις δραχμαίς αυτή η αστειότης!
– Ουφ! αδελφή, πώς κάμνεις έτσι;
Ο συζυγικός διάλογος ήθελεν ίσως εξακολουθήσει έτι, τραχυνόμενος επί μάλλον, αν δεν διέκοπτεν αυτόν ο είς των μικρών κομιστών, παρατηρούν κάπως μεγαλοφώνως:
– Αφεντικό! δεν μας αδειάζεις το καλάθι, να τραβάμε;
Η παρατήρησις αύτη άμεσον μεν συνέπειαν είχε να κενωθώσι τα πλήρη καλάθια, έμμεσον δε να σιγήση προς ώραν η τρυφερά του Σουσαμάκη σύζυγος.
Προς ώραν είπομεν, και ο αναγνώστης ημών εννόησε βεβαίως εκ της αμυδράς εικόνος των νεονύμφων, ην παρέσχεν αυτώ ο ανωτέρω διάλογος, ότι το υπόλοιπον της ημέρας δεν παρήλθεν ήρεμον και ατάραχον. Πολλαί σκηναί όμοιαι προς την προ μικρόν διεδραματίσθησαν κατόπιν μέχρι της εσπέρας.
Ποίαι τίνες όμως ήσαν και πού κατέληξαν, δεν δυνάμεθα να αφηγηθώμεν, διότι ηθέλομεν ούτω προκαταλάβει τους αναγνώστας ημών, και η συνέχεια της διηγήσεως ταύτης, ως και το τέλος της, ουδέν ήθελον έχει πλέον το ενδιαφέρον αυτούς. Διά τούτο καταλείπομεν επί του παρόντος το νεόνυμφον ζεύγος, και μεταβαίνομεν εις την οικίαν τον κυρίου Παρδαλού.
Γ'
Η ώρα είνε έκτη μετά μεσημβρίαν και η οικογένεια Παρδαλού, τουτέστιν ο κύριος, η κυρία και τα δύο αυτών τέκνα, μικρά αγόρια 6-8 ετών ηλικίας, κάθηνται περί την τράπεζαν του γεύματος.
– Πρόσεχε, Γιωργάκη, πρόσεχε παιδί μου, λέγει ο πατήρ προς το μικρότερον εξ αυτών, όπερ μάτην προσπαθεί να εισαγάγη διά της βίας εις το στόμα του κολοσσιαίου τεμάχιον κρέατος, και ουδέν άλλο κατορθοί, ή να περιχρίση διά του εμβάμματος την ρίνα, τα χείλη, τας παρειάς και αυτάς του τας σιαγόνας.
– Αι, αι! ανακράζει ο μεγαλείτερος Παρσαλίδης, κύτταξε, κύτταξε, μαμά, πως έγεινε ο Γιωργάκης! σωστός μασκαράς.
Και ταύτα λέγων σύρει την μητέρα του εκ της εσθήτος, ίνα ελκύση την προσοχήν αυτής επί το διασκεδαστικόν θέαμα.
Αλλ' ο Γιωργάκης, διαστέλλων φοβερά τα σπινθηρίζοντα εξ οργής όμματά του, και πριν ήδη προφθάση να στραφή προς αυτόν η μήτηρ του, σφενδονίζει κατά της μορφής του πρεσβυτέρου του αδελφού το επί της περόνης του καρφωμένον τεμάχιον κρέατος, όπερ μάτην εκοπίαζε να εισβιάση εις το παιδικόν του στόμα, επιφωνών:
– Μασκαράς; εγώ; να, το λοιπόν, να γείνης και συ μασκαράς.
Τι έγεινεν η μορφή του Γιαννάκη – Γιαννάκης εκαλείτο ο άλλος υιός του Κυρίου Παρδαλού – ευκόλως μαντεύει ο αναγνώστης· ό,τι όμως δεν μαντεύει, ούτε ημείς δυνάμεθα ευκόλως να περιγράψωμεν, είνε η επισυμβάσα σκηνή.
Ο Γεωργάκης ξεκαρδιζόμενος από τα γέλοια· ο Γιαννάκης ξεφωνίζων, οδυρόμενος, προσπαθών παντοίαις δυνάμεσι να επιπέση κατά του μικρού του αδελφού, ενώ η μήτηρ του τον εμποδίζει, και κραυγάζων: «αφήστε με να τον πνίξω»· ο Κύριος