Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος. Angelos Vlachos
. . και τώρα ενθυμήθης να πάρης γάντια, ευλογημένη;
– Το ελησμόνησα· τι θέλεις να κάμω τώρα;
– Μη χειρότερα! εψιθύρισεν ο σύζυγος, και διεβίβασε την παραγγελίαν εις τον υπηρέτην, όστις απήντησε μεν μεγαλοφώνως·
– Πολύ καλά, αφέντη, αμέσως!
Αλλ' εψιθύρισεν όμως σιγά και ήκιστα ευσεβάστως·
– Μα . . . αφεντικά, αλήθεια, που όχι καλλίτερα. Μέσ' 'ς τη λάσπη και τη βροχή τρέχα ν' αγοράζης γάντια και να πιάνης αμάξι! Α! δεν θα γείνω κ' εγώ αφέντης καμμιά φορά!
Δ'
Ο Κύριος Παρδαλός εισέρχεται εις τον κοιτώνα τον, και προσπαθεί να ενδυθή. Αλλά τούτο είνε αδύνατον, διότι η εύσωμος σύζυγός του έχει πλήρες το δωμάτιον εσθήτων, μεσοφορίων, μανδηλίων, στηθοδέσμων και πάσης της πολυμόρφου συσκευής του γυναικείου ιματισμού. Συνάγει λοιπόν τα ενδύματά του, λαμβάνει έν μικρόν κάτοπτρον και έν κηρίον, και απέρχεται εις το γραφείον του, όπως συντελέση εν αυτώ την ενδυμασίαν του. Αλλά μετ' ολίγον ενθυμείται, ότι είνε αξύριστος, και ότι πρέπει να ξυρισθή πριν αλλάξη. Μεταβαίνει πάλιν εις τον κοιτώνα, ανοιγοκλείει την θύραν, διαμαρτυρομένης της κυρίας Παρδαλού, ότι θα την κρυώση, και επιστρέφει κρατών το ξυράφιόν του και τα λοιπά απαιτούμενα. Ενθυμείται τότε, ότι θέλει θερμόν ύδωρ· αλλά παρατηρών ότι η ώρα είνε προχωρημένη, και δεν υπολείπεται καιρός ίνα το ύδωρ θερμανθεί, αρκείται εις το ψυχρόν, και άρχεται περιαλείφων με σάπωνα την σιαγόνα και τας παρειάς του, λέγων καθ' αυτόν·
– Θα μου έλθη πάλιν καμμιά καταιβασιά εις τα δόντια, που να με τρελλάνη, αλλά . . . τι να γείνη!. .
Και ετοιμάζεται να φέρη το ξυράφιον επί την παρειάν αυτού, ότε ηχεί και πάλιν ο κώδων της ανοιγομένης θύρας,
– Συ είσαι Θοδωρή; φωνεί ο Παρδαλός, προβάλλων ολίγον την σαπωνόφυρτον αυτού μορφήν διά της θύρας.
– Όχι, αφέντη! απαντά κάτωθεν η φωνή της υπηρετρίας, είνε ένας κύριος, . . . θέλει κάτι να σας ειπή.
– Ας περάση μίαν άλλην ώραν. Έχω εργασίαν,
– Είνε ανάγκη να σας ιδή τόρα, απαντά μετά τινα δευτερόλεπτα η φωνή της υπηρετρίας.
– Άλλο κακόν! λέγει καθ' εαυτόν ο ατυχής Δημητράκης, και μη δυνάμενος να πράξη άλλως, απομάσσει εν τάχει τον σάπωνα από της μορφής του, και εξέρχεται του γραφείου του, ενώ ο νυκτερινός επισκέπτης αναβαίνει την κλίμακα.
– Η κυρία Τραχανά, λέγει μειδιών ο νεωστί ελθών, σας στέλλει το κλειδί του θεωρείου δι' απόψε . . . Αν αγαπάτε . . .
– Ευχαριστούμεν πολύ, παιδί μου . . . ευχαριστούμεν, . . αλλά είμεθα προσκεκλημένοι εις συναναστροφήν· απαντά ο ταλαίπωρος Παρδαλός, προσπαθών να κολάση το οργίλον της μορφής του διά τυπικού τινος μειδιάματος.
– Α, έτσι; προσκυνώ, καλήν νύκτα σας.
– Προσκυνήματα πολλά.
Και εισέρχεται εις το γραφείον του, γρυλλίζων εκ του θυμού·
– Διάλεξε και αυτή η ευλογημένη την ημέραν και την ώραν, να μας στείλη το θεωρείον της.
– Ποίος ήτον; φωνεί από του κοιτώνος της η κυρία Παρδαλού.
– Η κυρία Τραχανά ενθυμήθη να μας στείλη το θεωρείον της.
– 'Σ πολλάτη της! Όταν βρέχη μόνον και χιονίζη μας θυμάται! . . μας καθυποχρέωσε!
Μετ' ολίγας δε στιγμάς ανακράζει και