Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος. Angelos Vlachos
. . .
– Πού το ξεύρεις; υπολαμβάνει ηπιώτερον η κυρία Φρόσω, ήτις, λαίμαργος φύσει και πολυφάγος, ήρχιζε να συγχωρή εις τον Σουσαμάκην την συναναστροφήν του χάριν του δείπνου του.
– Το ξεύρω, διότι τον είδα σήμερον το πρωί εις την αγοράν και εψώνιζε.
– Αι, . . τότε κάπως υποφέρεται, διότι μα την αλήθειαν . . .
Κρότος αμάξης σταθείσης προ της θύρας της οικίας διέκοψεν αίφνης την φράσιν της κυρίας Παρδαλού.
– Νά! ανεφώνησεν ο μόλις την στιγμήν εκείνην τελειόνων το ξύρισμά του Δημητράκης, το αμάξι ήλθε, κ' εγώ είμαι ακόμη άντυτος.
Και σπογγισθείς εν τάχει ήρχισε να ενδύεται.
– Έχομεν ακόμη ώραν, παρετήρησεν η κυρία βλέπουσα το ωρολόγιον. Είνε οκτώ παρά τέταρτον.
Ο Παρδαλός φορεί εν τάχει τον καθαρόν του χιτώνα, και δένει ήδη τον λαιμοδέτην του, ότε έξωθεν της θύρας ακούεται η φωνή της υπηρετρίας.
– Αφέντη!
– Καλό, καλό! ας σταθή λιγάκι, φωνάζει αφ' ενός ο Δημητράκης, ενώ η σύζυγός του φωνάζει αφ' ετέρου·
– Έφερε τα γάντια μου;
– Δεν ξεύρω. κυρία, . . . θέλει να είπη κάτι του αφέντη . . .
– Ο αμαξάς θέλει να μου ειπή κάτι; αυτό δα είνε πάλιν από τ' άγραφα.
– Όχι, αφέντη, είνε ο κύριος Ορέστης . . .
– Ο Κύριος Ορέστης! αναφωνεί η Φρόσω. Περίεργον!
– Λέγεις ν' αργήσαμεν; ερωτά ο Παρδαλός· το ωρολόγι μας θα πηγαίνει τρομερά πίσω! Ας ορίση 'ς την σάλα, και τόρα έφθασα! προσθέτει, εις την υπηρέτριαν αποτεινόμενος,
Και ταύτα λέγων φορεί εν βία τον επενδύτην του και εισέρχεται εις την αίθουσαν, όπου αναμένει αυτόν δειλός, περίλυπος και καταβεβλημένον έχων το ήθος ο κύριος Σουσαμάκης.
– Μας συγχωρείς που αργήσαμεν, φίλτατε κύριε Σουσαμάκη, λέγει ο κύριος Παρδαλός εισερχόμενος και τείνων προστατευτικώς την χείρα προς τον υπάλληλόν του, αλλά το αμάξι δεν μας ήλθε ακόμη, και . . .
– Καλησπέρα σας, κύριε Σουσαμάκη, υπολαμβάνει διακόπτουσα η κυρία Ευφροσύνη, εισερχομένη και αυτή θριαμβευτικώς εις την αίθουσαν και ισταμένη πλησίον του λαμπτήρος, όπως σπινθηρίζωσιν κάλλιον οι αδάμαντές της. Πώς είσθε; η κυρία είνε καλά; είμεθα έτοιμοι, βλέπετε . . .
– Ευχαριστώ, κυρία μου, απαντά μετά μεγάλης στενοχωρίας ο πτωχός Ορέστης, προσποιούμενος ότι δεν ήκουσε το τελευταίον μέρος της φράσεως. Εγώ είμαι καλά . . . αλλά η Πασιφάη . . .
– Πώς; τι τρέχει; κακοδιάθετος ίσως! . . . Δεν είνε τίποτε . . . με τον χορόν περνά! παρατηρεί μετά πολλής στωμυλίας η κυρία Παρδαλού. Έννοια σας, κ' εγώ την κάμνω και χορεύει πολύ . . .
– Ου! εννοείται· ο χορός είνε διά τας κυρίας πανάκεια, προσθέτει εν τέλει ο κ. Παρδαλός, μετ' αυταρέσκου μειδιάματος προφέρων βραδέως την τελευταίαν λέξιν, οιονεί εναβρυνόμενος δι' αυτήν, και επαναλαμβάνων ευθύς, έτι βραδύτερον: πα-νά-κει-α!
– Ναι, ναι, . . απαντά δειλός ο Σουσαμάκης και προσπαθεί να μειδιάση επίσης. Πλην . . . δυστυχώς . . . – και σταματά, ως αν κατέλειπεν αυτόν η δύναμις να τελειώση.
– Τίποτε σπουδαιότερον; ω! επιφωνεί ο προϊστάμενος αυτού· και πώς;
– Δεν ηξεύρω, τη αληθεία, – εκρύωσε φαίνεται, και έχει τώρα από το μεσημέρι ένα φοβερόν