Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος. Angelos Vlachos
από την δυστυχίαν, μου έδωκε ψωμί, μ' έκαμε και κουμπάρον.
– Εννοείς, ότι θα ήτο μαύρη αχαριστία να μη του δώσω ψήφον!
– Αφίνω, ότι το παιδί μου θα ήτον ακόμη στρατιώτης, αν δεν είχα την προστασίαν του.
– Όλ' αυτά δεν θα πουν ότι είνε καλός και διά δήμαρχος. Αγάπα τον όσον θέλεις, είχε τον εις την προσευχήν σου, στέλνε του κανένα καλάθι χουρμάδες . . . καλά και άγια! Αλλ' όποιος είνε καλός φίλος δεν θα πη πως είνε και καλός δήμαρχος. Εσύ είσαι ο καλλίτερος φίλος μου· πρέπει λοιπόν να σε κάμω και δήμαρχον;
– Αυτά είνε αστειότητες.
– Βέβαια είνε αστειότητες μήπως δεν είνε αστειότης να μου λέγης, ότι θα ψηφοφορήσης τον Εδρίς διότι τον έχεις κουμπάρον;
– Και συ τάχα, διατί ψηφοφορείς τον Ομέρ σε παρακαλώ;
– Διότι είνε άνθρωπος τίμιος και πλούσιος, και 'ξεύρω πως δεν θα κλέψη τα χρήματα του δήμου.
– Θα τα κλέψουν άλλοι τριγύρω του, που είναι χειρότερον. Καλλίτερα μία βδέλλα χονδρή, παρά εκατόν μικραίς. Κεφάλι, έχει κεφάλι;
– Έξη αριθμό καπέλλο φορεί! λέγει παρεμβαίνων ο έμπορος.
– Του λόγου σου το ξεύρω πως δεν σ' αρέσει, απαντά ο βιομήχανος, αξιότιμος φανοποιός και μεσίτης οικοπέδων κατά τας ώρας της σχολής αυτού. Συ θέλεις τον Χαλέμ, διότι . . .
– Διότι είνε ο καλλίτερος απ' όλους.
– Ο καλλίτερος διά σένα· το παραδέχομαι. Σου έβαλε κεφάλαια και άνοιξες το κατάστημά σου· είνε φυσικόν . . .
– Του τα πλήρωσα με τον τόκον, σαν εγγλέζος.
– Τα πλήρωσες όταν είχες, και αυτός σου τάδωκε όταν δεν είχες, υπολαμβάνει ο σιδηροδρομικός υπάλληλος. Δεν ημπορείς να πης ότι δεν του έχεις υποχρέωσιν.
– Υποχρέωσιν του έχω, αλλά δεν του δίδω δι' αυτό την ψήφον μου. Τον θέλω διότι είνε άνθρωπος ικανός, είδε ξενόν κόσμον, κ' εσπούδασε και δύο χρόνια εις το Παρίσι τα δημοτικά.
– Πήρε και δίπλωμα;
– Μπορεί· δεν ηξεύρω· απαντά σοβαρώς ο έμπορος, αλλά την σοβαρότητά του ταράττει δυσαρέστως ο άσβεστος γέλως ον προκαλεί η απάντησίς του.
– Τι γελάτε; ερωτά πειραχθείς. Αστείον σας φαίνεται πράγμα που δεν 'ξεύρετε;
– Μη το ματαπής αυτό, Χαλήμ, απαντά ο φανοποιός· όπου το πης θα σε γελάσουν.
– Ξεύρετε τι βλέπω εγώ; παρατηρεί ο υπάλληλος. Όλη η ομιλία μας θα πάη του κάκου. Δεν θα συμφωνήσωμεν. Είμεθα και οι τρείς δεμένοι . . . και κανείς δεν ημπορεί να λύση τον άλλον.
– Και τι ανάγκην έχομεν, σε παρακαλώ; ερωτά ο έμπορος. Ανεξάρτητοι άνθρωποι είμεθα· ημπορούμεν νομίζω να σκεφθούμεν . . .
Και εξακολουθούσιν αληθώς συσκεπτόμενοι οι τρεις εκείνοι ανεξάρτητοι οικοκυραίοι. Αλλ' η σύσκεψις αυτών, στρεφομένη εντός τον κύκλου, ον αμυδρώς διεγράψαμεν, εις ουδέν αποβαίνει άλλο αποτέλεσμα, ή εις το παράδοξον τούτο: να απόσχωσι και οι τρεις της ψηφοφορίας. Αφού μάτην έκαστος προσεπάθησε να αναδείξη τα προτερήματα του υποψηφίου του υπέρτερα των άλλων, ετράπησαν την εναντίαν οδόν, και ήρχισαν συζητούντες τα ελαττώματά των· η δε κακολογία ήγαγε τέλος τους συνταγματικούς εκείνους πολίτας εις σημείον ομοφωνίας. Μη κατορθώσαντες