Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος. Angelos Vlachos

Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος - Angelos Vlachos


Скачать книгу
να εκμυστηρευθώσι μυστικά εις τον υποψήφιον· άλλοι θέλουσι να τον συμβουλεύσωσι κάτι, άλλοι να σώσωσι και άλλοι να λάβωσιν οδηγίας. Πάντες δε σχεδόν έχουσι κάτι να ζητήσωσι, και το κάτι αυτό είνε ως επί το πλείστον . . . ολίγο φως για τα παιδιά.

      – Αφέντη! λέγει ο είς, και σύρει αυτόν από του επενδύτου εις μιαν γωνίαν. Ο Βεκήρ εις το τρίτον μας κόβει φοβερά. Πέρασε, σε παρακαλώ, αύριον το πρωί, και . . . τράβα του κανένα εκατοστάρικο.

      – Χωρίς άλλο! ησύχασε. Είνε πράγμα που διορθόνεται.

      – Εις του Κερέμ την ταβέρνα, λέγει άλλος (και αυτός μυστικά, εννοείται) πρέπει ν' αφήσωμεν αύριον μερικά λεπτά, να κερνά 'ς την υγειά σου! Είνε αντικρύ 'ς την ψηφοφορία, και ο κόσμος μπαίνει βγαίνει αδιάκοπα. Είνε καλό ν' ακούεται τ' όνομά μας.

      – Θύμισέ μου το αύριο, που θα περάσωμε από 'κεί.

      – Του λόγου τους, κυρ Χαλέμ, λέγει πλησιάζων νέηλυς άλλος, σύρων κατόπιν του μικράν ομάδα ρακενδύτων και μονοσανδάλων, είνε παλληκάρια ένα κ' ένα, που πεθαίνουν 'ς τώνομά σου. Περιποιήσου τα, σε παρακαλώ.

      – Να μου ζήσης! φωνεί πλησιάζων ο αρχηγός των παλληκαριών, και προσθέτει ταπεινοτέρα τη φωνή·

      – Τα παιδιά διψούν! 'Ξελαρυγγίσθηκαν από χθες να φωνάζουν: Ζήτω! Δεν μας κατρακυλάς λιγάκι μέταλλο, να τα δροσίσωμε;

      – Τι θέλετε να κάμη ο Χαλέμ-αλ-Ταρίφ; Ό,τι θα εκάμνατε ίσως και σεις, αν ήσθε εις την θέσιν του.

      – Δεν πέρασες από του Εμίρ! παρατηρεί άλλος· και μας τον πήρε ο Εδρίς!

      – Χρειάζεται ενέργεια εις το τέταρτον! υπολαμβάνει εισερχόμενος νέος κομματάρχης. Μας έσπασε ο Ομέρ με τα χρήματα.

      – Κύτταξε το τμήμα σου, σε παρακαλώ, κραυγάζει ακούσας τον λαλούντα ισχνός νεανίας, στρέφων μετά κόπου πολλού τον μόλις φυόμενον μύστακά του· από το τέταρτο αύριο βράδυ θ' ακούσης τα νέα.

      – Ζήτω του δημάρχου! κραυγάζει αίφνης εισβάλλουσα εις την αίθουσαν εν ορμή και αταξία ομάς μεθύσων, μόλις συγκρατουμένων εν ισορροπία. Χαλέμ και άγιος ο Θεός!

      – Δόσε 'ς τα παιδιά να πιουν! φωνεί προς τον υπηρέτην ο υποψήφιος, και παρέχει εαυτόν βοράν εις τας περιπτύξεις των οινοφλύγων.

      – Αυτοί έρχονται από του Ομέρ! λέγει ταπεινή τη φωνή εις τον γείτονά του είς των παρακαθημένων,

      Δεν λησμονεί, ελπίζομεν, ο αναγνώστης, ότι Ομέρ είνε είς των υποψηφίων δημάρχων.

      – Και πού το 'ξεύρεις; ερωτά ο γείτων.

      – Τους είδα! Κ' εγώ από 'κεί έρχομαι. Σώπα, να κάμωμε σεριάνι!

      – Βρε κατεργαρέοι! βροντοφωνεί αίφνης εγειρόμενος και πάλλων την μαγκούραν του γιγαντόσωμος και ευρύστερνος κομματάρχης, εσείς δεν έχετε ψήφο! Τι θέλετ' εδώ; έξω γλήγορα, να μη σας αργάσω το τομάρι!

      Οι νεήλυδες προσβλέπουσιν επί στιγμήν τον γίγαντα, θεωρούσι κύκλω τους παρισταμένους, ανταλλάσσουσι βλέμμα συνεννοήσεως, και απέρχονται κατησχυμμένοι, πτοηθέντες το ανάστημα του λαλούντος και τας διαστάσεις της μαγκούρας του. – Δεν τους αφίνεις, αδελφέ; παρατηρεί ηπίως ο υποψήφιος. Διατί να τους δυσαρεστήσωμεν;

      – Ας μας κόψουν το κρέδιτο! Φασκέλωσ' τα τα όρνια!

      Και απήλθον μεν εκείνα τα όρνια· παρέμειναν όμως


Скачать книгу