Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος. Angelos Vlachos

Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος - Angelos Vlachos


Скачать книгу
μέχρις ου αρχίσωσιν αντηχούντα των ταχυδρόμων τα αγγέλματα, ανακοινούσι μεγαλοφώνως τας ιδέας και πεποιθήσεις των περί του πιθανού αποτελέσματος της εκλογής, και τα συμπεράσματά των ποικίλλουσιν, εννοείται, αναλόγως του οίκου εν ώ γραμματεύουσιν.

      – Η εκλογή είνε δική μας! λέγουσιν οι γραμματείς του Χαλέμ.

      – Την εκλογήν την παίρνομε με χίλιους ψήφους, λέγουσιν οι του Εδρίς.

      – Τους φάγαμε κ' έννοια σου! φωνούσιν οι του Ομέρ ούτινος το θάρρος δεν φαίνεται περισσεύον.

      Ας εκλέξωμεν ένα των εκλογικών τούτων οίκων και ας εισέλθωμεν. Πάντας είνε αδύνατον να επισκεφθώμεν, αφού δεν είμεθα εκλογείς.

      Ας προτιμήσωμεν τον Χαλέμ, ούτινος λεπτομερέστερον μέχρι τούδε παρηκολουθήσαμεν τον αγώνα. Ο υποψήφιος μας υποδέχεται ευμενώς, μας σφίγγει την χείρα, και μας ερωτά ασθενεί τη φωνή αν ηξεύρομεν τίποτε.

      Ημείς, εννοείται, δεν ηξεύρομεν τίποτε, και σιωπώμεν.

      Αίφνης ανοίγει βιαίως η θύρα, και αγυιόπαις ρυπαρός και ανυπόδητος εισβάλλει εις την αίθουσαν ασθμαίνων και μόλις κατορθών να φωνήση·

      – Χίλιους τρακόσιους εξήντα εις το πρώτον!

      Ζήτω! μυριόστομον βροντά εν τη αιθούση, και τα μολυβδοκόνδυλα των γραμματέων καταπίπτουσιν όλα συγχρόνως επί των δελτίων, και ο υποψήφιος, λιπόθυμος σχεδόν εκ της χαράς, καταφιλεί την άπλυτον μορφήν τον μικρού ταχυδρόμου, και αμείβει γενναίως την χαρμόσυνον είδησιν.

      Ο αγυιόπαις τρέπεται δρομαίος εις φυγήν· αν ήτο δε δυνατόν να τον παρακολουθήση τις, θα τον έβλεπε μετά μικρόν εισερχόμενον εις άλλου υποψηφίου οικίαν, και θα παρίστατο μάρτυς της αυτής απαραλλάκτως σκηνής, ομοίως επαναλαμβανομένης.

      Μετά μικρόν άλλο άγγελμα:

      – Εννηακόσιους ογδοήντα εις το τέταρτον!

      Και τα ζήτω! επαναλαμβάνονται, και γράφουσιν οι γραμματείς, και πληρόνει ο υποψήφιος.

      – Τελείωσε! λέγει είς των γραμματέων· η εκλογή είνε δική μας. Εις το τρίτον είμεθα πρώτοι, εις το πέμπτον . . . . .

      Αλλά διακόπτει την ενθουσιώδη απαρίθμησιν είς των επί τούτω απεσταλμένων εις την διαλογήν ταχυδρόμων, εισερχόμενος μελαγχολικός, και ιστάμενος άφωνος παρά την θύραν.

      – Α! να ο Αλής! λέγει ο υποψήφιος. Από πού έρχεσαι;

      – Από το πρώτον. Μας έφαγαν οι άτιμοι!

      – Πώς; παρατηρεί συρίζουσα η οξεία φωνή ενός των γραμματέων. Χίλιους τριακόσιους εξήντα πήραμε, και . . . . .

      – Κολοκύθια! ποιος σας τα είπε; Εξακόσιους τριάντα πήραμε όλους όλους. Νά το αποτέλεσμα. Το έχω από το πρωτόκολλον της επιτροπής. Οι γραμματείς σβύνουσι τους αριθμούς των, ο υποψήφιος αισθάνεται ότι κάπως εκουράσθη, και κάθηται εις μίαν γωνίαν, ο δε ταλαίπωρος ταχυδρόμος, εις ον ουδείς . . . ουδείς ευρέθη να προσφέρη έν σιγάρον, σύρει την πενιχράν του καπνοθήκην, και περιτυλίσσει έν μελαγχολικώς εκ του ιδίου του καπνού.

      – Μήπως παράκουσες, αδελφέ; ερωτά είς των παρισταμένων.

      – Άφησέ με, σε παρακαλώ, και με φθάνει . . . Άλλο δεν λέγει.

      Δεν παρέρχονται δυο λεπτά, και καίει έτι το απαίσιον άγγελμα, ότε εισέρχεται βραδυπατών άλλος κακών άγγελος και κάθηται σιωπηρός επί μιας καθέδρας.

      – Πού


Скачать книгу